Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ใหญ่โต
ไดโนเสาร์ที่ใหญ่โต
h̄ıỵ̀ to
dịnos̄eār̒ thī̀ h̄ıỵ̀ to
τεράστιος
ο τεράστιος δεινόσαυρος

ล้มละลาย
บุคคลที่ล้มละลาย
l̂mlalāy
bukhkhl thī̀ l̂mlalāy
χρεωκοπημένος
το χρεωκοπημένο άτομο

ไม่จำเป็น
ร่มที่ไม่จำเป็น
mị̀ cảpĕn
r̀m thī̀ mị̀ cảpĕn
άχρηστος
ο άχρηστος ομπρέλα

น่ากลัว
รูปทรงที่น่ากลัว
ǹā klạw
rūp thrng thī̀ ǹā klạw
τρομακτικός
μια τρομακτική φαντασματική εμφάνιση

แห้ง
เสื้อผ้าที่แห้ง
h̄æ̂ng
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ h̄æ̂ng
ξηρός
τα ξηρά ρούχα

สกปรก
รองเท้ากีฬาที่สกปรก
s̄kprk
rxngthêā kīḷā thī̀ s̄kprk
βρώμικος
τα βρώμικα αθλητικά παπούτσια

ที่เหมาะสม
น้ำหนักที่เหมาะสม
thī̀ h̄emāas̄m
n̂ảh̄nạk thī̀ h̄emāas̄m
ιδανικός
το ιδανικό σωματικό βάρος

ไม่เป็นมิตร
คนที่ไม่เป็นมิตร
mị̀ pĕn mitr
khn thī̀ mị̀ pĕn mitr
αφιλικός
ένας αφιλικός τύπος

มืดมิด
ท้องฟ้าที่มืดมิด
mụ̄d mid
tĥxngf̂ā thī̀ mụ̄d mid
σκοτεινός
ένας σκοτεινός ουρανός

ร้ายแรง
ข้อผิดที่ร้ายแรง
r̂āyræng
k̄ĥx p̄hid thī̀ r̂āyræng
σοβαρός
ένα σοβαρό λάθος

อ้วน
ปลาที่อ้วน
x̂wn
plā thī̀ x̂wn
χοντρός
ένας χοντρός ψάρι
