Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

เยอะ
ทุนที่เยอะ
yexa
thun thī̀ yexa
πολύ
πολύ κεφάλαιο

โง่
เด็กชายที่โง่
ngò
dĕkchāy thī̀ ngò
ηλίθιος
το ηλίθιο αγόρι

เงียบ
เด็กผู้หญิงที่เงียบ
ngeīyb
dĕk p̄hū̂h̄ỵing thī̀ ngeīyb
σιωπηλός
τα σιωπηλά κορίτσια

ประหลาดใจ
นักท่องเที่ยวในป่าที่ประหลาดใจ
prah̄lād cı
nạkth̀xngtheī̀yw nı p̀ā thī̀ prah̄lād cı
έκπληκτος
ο έκπληκτος επισκέπτης της ζούγκλας

ส่วนตัว
การทักทายที่ส่วนตัว
s̄̀wntạw
kār thạkthāy thī̀ s̄̀wntạw
προσωπικός
ο προσωπικός χαιρετισμός

รวมอยู่ด้วย
หลอดดูดที่รวมอยู่ด้วย
rwm xyū̀ d̂wy
h̄lxd dūd thī̀ rwm xyū̀ d̂wy
συμπεριλαμβανόμενος
τα συμπεριλαμβανόμενα καλαμάκια

มนุษย์
ปฏิกิริยาที่เป็นมนุษย์
Mnus̄ʹy̒
pt̩ikiriyā thī̀ pĕn mnus̄ʹy̒
ανθρώπινος
μια ανθρώπινη αντίδραση

เปียก
เสื้อผ้าที่เปียก
peīyk
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ peīyk
βρεγμένος
τα βρεγμένα ρούχα

ไม่เป็นมิตร
คนที่ไม่เป็นมิตร
mị̀ pĕn mitr
khn thī̀ mị̀ pĕn mitr
αφιλικός
ένας αφιλικός τύπος

มืดมิด
ท้องฟ้าที่มืดมิด
mụ̄d mid
tĥxngf̂ā thī̀ mụ̄d mid
σκοτεινός
ένας σκοτεινός ουρανός

ไม่มีเมฆ
ท้องฟ้าที่ไม่มีเมฆ
mị̀mī meḳh
tĥxngf̂ā thī̀ mị̀mī meḳh
ασύννεφος
ένας ασύννεφος ουρανός
