Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

แตก
กระจกรถยนต์ที่แตก
tæk
krack rt̄hynt̒ thī̀ tæk
χαλασμένος
το χαλασμένο παράθυρο αυτοκινήτου

โปรเตสแตนต์
พระคริสต์โปรเตสแตนต์
portes̄tænt̒
phra khris̄t̒ portes̄tænt̒
ευαγγελικός
ο ευαγγελικός ιερέας

ด่วน
ความช่วยเหลือด่วน
d̀wn
khwām ch̀wyh̄elụ̄x d̀wn
επείγον
επείγουσα βοήθεια

อย่างเต็มที่
การรับประทานอาหารอย่างเต็มที่
xỳāng tĕmthī̀
kār rạbprathān xāh̄ār xỳāng tĕmthī̀
γενναιόδωρος
ένα γενναιόδωρο γεύμα

เกิด
ทารกที่เพิ่งเกิด
keid
thārk thī̀ pheìng keid
νεογέννητος
ένα φρεσκογεννημένο μωρό

ว่างเปล่า
จอภาพที่ว่างเปล่า
ẁāng pel̀ā
cxp̣hāph thī̀ ẁāng pel̀ā
άδειος
η άδεια οθόνη

อุดมสมบูรณ์
ดินที่อุดมสมบูรณ์
xudm s̄mbūrṇ̒
din thī̀ xudm s̄mbūrṇ̒
γονιμοποιός
ένα γονιμοποιό έδαφος

เล็กน้อย
ทารกที่เล็กน้อย
lĕkn̂xy
thārk thī̀ lĕkn̂xy
μικρός
το μικρό μωρό

ชัดเจน
แว่นตาที่ชัดเจน
chạdcen
wæ̀ntā thī̀ chạdcen
σαφής
τα σαφή γυαλιά

ไม่สมบูรณ์
สะพานที่ไม่สมบูรณ์
mị̀ s̄mbūrṇ̒
s̄aphān thī̀ mị̀ s̄mbūrṇ̒
ολοκληρωμένος
το μη ολοκληρωμένο γεφύρι

ที่ทำไม่ได้
ทางเข้าที่ทำไม่ได้
thī̀ thả mị̀ dị̂
thāng k̄hêā thī̀ thả mị̀ dị̂
αδύνατος
μια αδύνατη πρόσβαση
