Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ขี้อาย
สาวที่ขี้อาย
k̄hī̂ xāy
s̄āw thī̀ k̄hī̂ xāy
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι

ง่วงนอน
ผู้หญิงที่ง่วงนอน
ng̀wng nxn
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ ng̀wng nxn
κουρασμένος
μια κουρασμένη γυναίκα

ถูกกฎหมาย
ปืนที่ถูกกฎหมาย
t̄hūk kḍh̄māy
pụ̄n thī̀ t̄hūk kḍh̄māy
νόμιμος
ένα νόμιμο πιστόλι

เปิด
กล่องที่ถูกเปิด
peid
kl̀xng thī̀ t̄hūk peid
ανοιχτός
το ανοιχτό κιβώτιο

เมฆคลุม
ท้องฟ้าที่เต็มไปด้วยเมฆ
meḳh khlum
tĥxngf̂ā thī̀ tĕm pị d̂wy meḳh
συννεφιασμένος
ο συννεφιασμένος ουρανός

ฟิสิกส์
การทดลองด้านฟิสิกส์
fis̄iks̄̒
kār thdlxng d̂ān fis̄iks̄̒
φυσικός
το φυσικό πείραμα

ยากจน
ชายที่ยากจน
yākcn
chāy thī̀ yākcn
φτωχός
ένας φτωχός άντρας

มีค่า
เพชรที่มีค่า
mī kh̀ā
phechr thī̀ mī kh̀ā
ανεκτίμητος
ένας ανεκτίμητος διαμάντι

จำเป็น
ไฟฉายที่จำเป็น
cảpĕn
fịc̄hāy thī̀ cảpĕn
απαραίτητος
η απαραίτητη φακός

ที่สาม
ตาที่สาม
thī̀ s̄ām
tā thī̀ s̄ām
τρίτος
το τρίτο μάτι

ยอดเยี่ยม
ไวน์ที่ยอดเยี่ยม
yxd yeī̀ym
wịn̒ thī̀ yxd yeī̀ym
εξαιρετικός
ένα εξαιρετικό κρασί
