Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

อ้วน
ปลาที่อ้วน
x̂wn
plā thī̀ x̂wn
χοντρός
ένας χοντρός ψάρι

แก่
สตรีคนแก่
kæ̀
s̄trī khn kæ̀
παλιός
μια παλιά κυρία

โบราณ
หนังสือโบราณ
borāṇ
h̄nạngs̄ụ̄x borāṇ
αρχαίος
αρχαία βιβλία

เปิด
ผ้าม่านที่เปิด
peid
p̄ĥā m̀ān thī̀ peid
ανοιχτός
ο ανοιχτός κουρτινόξυλο

ในวันนี้
หนังสือพิมพ์ในวันนี้
nı wạn nī̂
h̄nạngs̄ụ̄xphimph̒ nı wạn nī̂
σημερινός
οι σημερινές εφημερίδες

ชัดเจน
น้ำที่ชัดเจน
chạdcen
n̂ả thī̀ chạdcen
καθαρός
καθαρό νερό

เมฆคลุม
ท้องฟ้าที่เต็มไปด้วยเมฆ
meḳh khlum
tĥxngf̂ā thī̀ tĕm pị d̂wy meḳh
συννεφιασμένος
ο συννεφιασμένος ουρανός

ถูกกฎหมาย
ปืนที่ถูกกฎหมาย
t̄hūk kḍh̄māy
pụ̄n thī̀ t̄hūk kḍh̄māy
νόμιμος
ένα νόμιμο πιστόλι

ฤดูหนาว
ภูมิประเทศในฤดูหนาว
vdū h̄nāw
p̣hūmipratheṣ̄ nı vdū h̄nāw
χειμερινός
το χειμερινό τοπίο

ใจดี
สตรีที่ใจดี
cıdī
s̄trī thī̀ cıdī
εξυπηρετικός
μια εξυπηρετική κυρία

ผิด
ทิศทางที่ผิด
p̄hid
thiṣ̄thāng thī̀ p̄hid
λανθασμένος
η λανθασμένη κατεύθυνση
