Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά
แปลก
ภาพที่แปลก
pælk
p̣hāph thī̀ pælk
περίεργος
το περίεργο εικόνα
รวย
ผู้หญิงที่รวย
rwy
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ rwy
πλούσιος
μια πλούσια γυναίκα
สูง
หอสูง
s̄ūng
h̄x s̄ūng
ψηλός
ο ψηλός πύργος
ประหลาดใจ
นักท่องเที่ยวในป่าที่ประหลาดใจ
prah̄lād cı
nạkth̀xngtheī̀yw nı p̀ā thī̀ prah̄lād cı
έκπληκτος
ο έκπληκτος επισκέπτης της ζούγκλας
ส่วนกลาง
ตลาดส่วนกลาง
s̄̀wnklāng
tlād s̄̀wnklāng
κεντρικός
η κεντρική αγορά
ฟรี
ยานพาหนะที่ฟรี
frī
yān phāh̄na thī̀ frī
δωρεάν
το δωρεάν μέσο μεταφοράς
โง่
การพูดที่โง่
ngò
kār phūd thī̀ ngò
ανόητος
το ανόητο λόγια
น่ากลัว
รูปทรงที่น่ากลัว
ǹā klạw
rūp thrng thī̀ ǹā klạw
τρομακτικός
μια τρομακτική φαντασματική εμφάνιση
มีอยู่
สนามเด็กเล่นที่มีอยู่
mī xyū̀
s̄nām dĕk lèn thī̀ mī xyū̀
υπάρχων
το υπάρχον παιδικό πάρκο
ดีเยี่ยม
ทิวทัศน์ที่ดีเยี่ยม
dī yeī̀ym
thiwthạṣ̄n̒ thī̀ dī yeī̀ym
υπέροχος
το υπέροχο θέαμα
เล็กน้อย
อาหารเล็กน้อย
lĕkn̂xy
xāh̄ār lĕkn̂xy
λίγο
λίγο φαγητό