Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

สะอาด
เสื้อผ้าที่สะอาด
s̄axād
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ s̄axād
καθαρός
καθαρά ρούχα

รายสัปดาห์
การรับมือกับขยะรายสัปดาห์
rāy s̄ạpdāh̄̒
kār rạbmụ̄x kạb k̄hya rāy s̄ạpdāh̄̒
εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών

ซื่อสัตย์
คำสาบานที่ซื่อสัตย์
sụ̄̀xs̄ạty̒
khả s̄ābān thī̀ sụ̄̀xs̄ạty̒
ειλικρινής
ο ειλικρινής όρκος

ฉลาด
หมาป่าที่ฉลาด
c̄hlād
h̄māp̀ā thī̀ c̄hlād
έξυπνος
ένας έξυπνος αλεπού

บ้า
ความคิดที่บ้า
b̂ā
khwām khid thī̀ b̂ā
τρελός
η τρελή σκέψη

รากฐาน
การแก้ปัญหาที่รากฐาน
rākṭ̄hān
kār kæ̂ pạỵh̄ā thī̀ rākṭ̄hān
ριζικός
η ριζική λύση προβλήματος

อ่อนโยน
อุณหภูมิที่อ่อนโยน
x̀xnyon
xuṇh̄p̣hūmi thī̀ x̀xnyon
ήπιος
η ήπια θερμοκρασία

รสเผ็ด
พริกที่รสเผ็ด
rs̄ p̄hĕd
phrik thī̀ rs̄ p̄hĕd
καυτερός
το καυτερό πιπερόνι

คลุมเครือ
เบียร์ที่คลุมเครือ
khlumkherụ̄x
beīyr̒ thī̀ khlumkherụ̄x
θολός
μια θολή μπύρα

ที่ห่างไกล
บ้านที่อยู่ห่างไกล
thī̀ h̄̀āng kịl
b̂ān thī̀ xyū̀ h̄̀āng kịl
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι

โกรธ
ผู้ชายที่โกรธ
korṭh
p̄hū̂chāy thī̀ korṭh
οργισμένος
οι οργισμένοι άνδρες
