Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

มีหมอก
บังคับในเวลาที่มีหมอก
mī h̄mxk
bạngkhạb nı welā thī̀ mī h̄mxk
ομιχλώδης
η ομιχλώδης ανατολή

ใกล้
ความสัมพันธ์ที่ใกล้
kıl̂
khwām s̄ạmphạnṭh̒ thī̀ kıl̂
κοντινός
μια κοντινή σχέση

ลับ
ข้อมูลที่เป็นความลับ
lạb
k̄ĥxmūl thī̀ pĕn khwām lạb
μυστικός
μια μυστική πληροφορία

ใกล้
สิงโตเมียที่อยู่ใกล้
kıl̂
s̄ingto meīy thī̀ xyū̀ kıl̂
κοντά
η λέαινα που είναι κοντά

ใหญ่
สาวที่ใหญ่แล้ว
H̄ıỵ̀
s̄āw thī̀ h̄ıỵ̀ læ̂w
ενήλικος
το ενήλικο κορίτσι

เย็น
อากาศที่เย็น
yĕn
xākāṣ̄ thī̀ yĕn
κρύος
το κρύο καιρό

เทคนิค
miracle ด้านเทคนิค
thekhnikh
miracle d̂ān thekhnikh
τεχνικός
ένα τεχνικό θαύμα

ร้อนแรง
ปฏิกิริยาที่ร้อนแรง
r̂xn ræng
pt̩ikiriyā thī̀ r̂xn ræng
θερμός
η θερμή αντίδραση

น่ารัก
ผู้เฝ้าระวังที่น่ารัก
ǹā rạk
p̄hū̂ f̄êā rawạng thī̀ ǹā rạk
ευγενικός
ο ευγενικός θαυμαστής

หายาก
แพนด้าที่หายาก
h̄ā yāk
phænd̂ā thī̀ h̄ā yāk
σπάνιος
ένα σπάνιο πάντα

ส่วนกลาง
ตลาดส่วนกลาง
s̄̀wnklāng
tlād s̄̀wnklāng
κεντρικός
η κεντρική αγορά

โสด
แม่โสด
s̄od
mæ̀ s̄od