Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ชาย
ร่างกายของชาย
chāy
r̀āngkāy k̄hxng chāy
αρσενικός
ένα αρσενικό σώμα

มีจำหน่าย
ยาที่มีจำหน่าย
mī cảh̄ǹāy
yā thī̀ mī cảh̄ǹāy
διαθέσιμος
το διαθέσιμο φάρμακο

สับสน
สามทารกที่สับสน
S̄ạbs̄n
s̄ām thārk thī̀ s̄ạbs̄n
συγχέσιμος
τρία συγχέσιμα μωρά

เล็กน้อย
อาหารเล็กน้อย
lĕkn̂xy
xāh̄ār lĕkn̂xy
λίγο
λίγο φαγητό

บ้า
หญิงที่บ้า
b̂ā
h̄ỵing thī̀ b̂ā
τρελός
μια τρελή γυναίκα

ก่อนหน้า
คู่แต่งงานก่อนหน้า
k̀xn h̄n̂ā
khū̀ tæ̀ngngān k̀xn h̄n̂ā
προηγούμενος
ο προηγούμενος σύντροφος

คาว
ซุปที่คาว
khāw
sup thī̀ khāw
νόστιμος
η νόστιμη σούπα

ขม
ส้มโอที่ขม
k̄hm
s̄̂m xo thī̀ k̄hm
πικρός
πικρές γκρέιπφρουτ

เต็ม
รถเข็นที่เต็มไปด้วยของ
tĕm
rt̄h k̄hĕn thī̀ tĕm pị d̂wy k̄hxng
γεμάτος
ένα γεμάτο καλάθι αγορών

ส่วนตัว
การทักทายที่ส่วนตัว
s̄̀wntạw
kār thạkthāy thī̀ s̄̀wntạw
προσωπικός
ο προσωπικός χαιρετισμός

สมบูรณ์แบบ
กระจกเฉลี่ยที่สมบูรณ์แบบ
s̄mbūrṇ̒ bæb
krack c̄helī̀y thī̀ s̄mbūrṇ̒ bæb
τέλειος
το τέλειο ροζέτο από γυαλί
