Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ร้อน
การเผาที่ร้อน
r̂xn
kār p̄heā thī̀ r̂xn
ζεστός
το ζεστό τζάκι

เย็นสบาย
เครื่องดื่มที่เย็นสบาย
yĕn s̄bāy
kherụ̄̀xng dụ̄̀m thī̀ yĕn s̄bāy
δροσερός
το δροσερό ποτό

รอบคอบ
การล้างรถอย่างรอบคอบ
rxbkhxb
kār l̂āng rt̄h xỳāng rxbkhxb
προσεκτικός
μια προσεκτική πλύση αυτοκινήτου

สาย
งานที่สาย
s̄āy
ngān thī̀ s̄āy
αργά
η αργή δουλειά

ในวันนี้
หนังสือพิมพ์ในวันนี้
nı wạn nī̂
h̄nạngs̄ụ̄xphimph̒ nı wạn nī̂
σημερινός
οι σημερινές εφημερίδες

ซื่อ
สัญลักษณ์แห่งความรักที่ซื่อ
sụ̄̀x
s̄ạỵlạks̄ʹṇ̒ h̄æ̀ng khwām rạk thī̀ sụ̄̀x
πιστός
ένα σημάδι πιστής αγάπης

ที่มีอยู่
พลังงานลมที่ใช้ได้
thī̀ mī xyū̀
phlạngngān lm thī̀ chı̂dị̂
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια

เหมือนกัน
สองสตรีที่เหมือนกัน
h̄emụ̄xn kạn
s̄xng s̄trī thī̀ h̄emụ̄xn kạn
παρόμοιος
δύο παρόμοιες γυναίκες

ติดเหล้า
ผู้ชายที่ติดเหล้า
tid h̄el̂ā
p̄hū̂chāy thī̀ tid h̄el̂ā
αλκοολικός
ο αλκοολικός άνδρας

ปิด
ตาที่ปิด
pid
tā thī̀ pid
κλειστός
κλειστά μάτια

พร้อม
นักวิ่งที่พร้อม
phr̂xm
nạk wìng thī̀ phr̂xm
έτοιμος
οι έτοιμοι δρομείς
