Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

มีจำหน่าย
ยาที่มีจำหน่าย
mī cảh̄ǹāy
yā thī̀ mī cảh̄ǹāy
διαθέσιμος
το διαθέσιμο φάρμακο

โง่
เด็กชายที่โง่
ngò
dĕkchāy thī̀ ngò
ηλίθιος
το ηλίθιο αγόρι

สาย
งานที่สาย
s̄āy
ngān thī̀ s̄āy
αργά
η αργή δουλειά

ช้างเจ้างอย
ชายที่ช้างเจ้างอย
cĥāng cêā ngxy
chāy thī̀ cĥāng cêā ngxy
χωλός
ένας χωλός άντρας

แต่งงานแล้ว
คู่แต่งงานที่เพิ่งแต่งงาน
tæ̀ngngān læ̂w
khū̀ tæ̀ngngān thī̀ pheìng tæ̀ngngān
παντρεμένος
το πρόσφατα παντρεμένο ζευγάρι

ดี
กาแฟที่ดี
dī
kāfæ thī̀ dī
καλός
καλός καφές

โรแมนติก
คู่รักที่โรแมนติก
ro mæn tik
khū̀rạk thī̀ ro mæn tik
ρομαντικός
ένα ρομαντικό ζευγάρι

แบบเฉียดลม
รูปแบบที่เฉียดลม
bæb c̄heīyd lm
rūp bæb thī̀ c̄heīyd lm
αεροδυναμικός
η αεροδυναμική μορφή

ขาว
ภูมิประเทศสีขาว
k̄hāw
p̣hūmipratheṣ̄ s̄ī k̄hāw
λευκός
το λευκό τοπίο

สวยงามมาก
เดรสที่สวยงามมาก
s̄wyngām māk
de rs̄ thī̀ s̄wyngām māk
πανέμορφος
ένα πανέμορφο φόρεμα

จำเป็น
พาสปอร์ตที่จำเป็น
cảpĕn
phās̄ pxr̒t thī̀ cảpĕn
απαραίτητος
ο απαραίτητος διαβατήριος
