Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ใหญ่
สาวที่ใหญ่แล้ว
H̄ıỵ̀
s̄āw thī̀ h̄ıỵ̀ læ̂w
ενήλικος
το ενήλικο κορίτσι

เป็นที่จริงจัง
การประชุมที่เป็นที่จริงจัง
pĕn thī̀ cringcạng
kār prachum thī̀ pĕn thī̀ cringcạng
σοβαρός
μια σοβαρή συνάντηση

ไม่มีที่สิ้นสุด
ถนนที่ไม่มีที่สิ้นสุด
mị̀mī thī̀ s̄îns̄ud
t̄hnn thī̀ mị̀mī thī̀ s̄îns̄ud
ατελείωτος
ο ατελείωτος δρόμος

ขาว
ภูมิประเทศสีขาว
k̄hāw
p̣hūmipratheṣ̄ s̄ī k̄hāw
λευκός
το λευκό τοπίο

รายสัปดาห์
การรับมือกับขยะรายสัปดาห์
rāy s̄ạpdāh̄̒
kār rạbmụ̄x kạb k̄hya rāy s̄ạpdāh̄̒
εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών

ไม่แต่งงาน
ผู้ชายที่ไม่แต่งงาน
mị̀ tæ̀ngngān
p̄hū̂chāy thī̀ mị̀ tæ̀ngngān
εργένης
ένας εργένης άνδρας

กระหายน้ำ
แมวที่กระหายน้ำ
Krah̄āy n̂ả
mæw thī̀ krah̄āy n̂ả
διψασμένος
η διψασμένη γάτα

ทั้งหมด
พิซซ่าทั้งหมด
thậngh̄md
phiss̀ā thậngh̄md
ολόκληρος
μια ολόκληρη πίτσα

สำคัญ
วันที่สำคัญ
s̄ảkhạỵ
wạn thī̀ s̄ảkhạỵ
σημαντικός
σημαντικές συναντήσεις

ทุกปี
การเพิ่มขึ้นทุกปี
thuk pī
kār pheìm k̄hụ̂n thuk pī
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

มืด
คืนที่มืด
mụ̄d
khụ̄n thī̀ mụ̄d
σκοτεινός
η σκοτεινή νύχτα
