Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Πορτογαλικά (PT)

endividado
a pessoa endividada
χρεωμένος
το χρεωμένο άτομο

protestante
o padre protestante
ευαγγελικός
ο ευαγγελικός ιερέας

sujo
os tênis de esporte sujos
βρώμικος
τα βρώμικα αθλητικά παπούτσια

finlandesa
a capital finlandesa
φινλανδικός
η φινλανδική πρωτεύουσα

sério
uma reunião séria
σοβαρός
μια σοβαρή συνάντηση

último
a última vontade
τελευταίος
το τελευταίο θέλημα

remoto
a casa remota
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι

incolor
a casa de banho incolor
χωρίς χρώμα
το αχρωμάτιστο μπάνιο

quente
o fogo quente da lareira
ζεστός
το ζεστό τζάκι

ilegal
o comércio ilegal de drogas
παράνομος
το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών

comestível
as malaguetas comestíveis
φαγώσιμος
τις φαγώσιμες πιπεριές τσίλι
