Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Πορτογαλικά (PT)
falido
a pessoa falida
χρεωκοπημένος
το χρεωκοπημένο άτομο
inestimável
um diamante inestimável
ανεκτίμητος
ένας ανεκτίμητος διαμάντι
leve
a pena leve
ελαφρύς
το ελαφρύ φτερό
quente
as meias quentes
ζεστός
τα ζεστά καλτσάκια
tempestuoso
o mar tempestuoso
θυελλώδης
η θυελλώδης θάλασσα
disponível
a energia eólica disponível
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια
íngreme
a montanha íngreme
απότομος
το απότομο βουνό
fechado
olhos fechados
κλειστός
κλειστά μάτια
endividado
a pessoa endividada
χρεωμένος
το χρεωμένο άτομο
semanal
a coleta de lixo semanal
εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών
secreto
o doce secreto
κρυφά
η κρυφή λιχουδιά