Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Τουρκικά

imkansız
imkansız bir erişim
αδύνατος
μια αδύνατη πρόσβαση

yerel
yerel meyve
τοπικός
τοπικά φρούτα

yağlı
yağlı bir kişi
χοντρός
ένα χοντρό άτομο

yıllık
yıllık artış
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

yakın
yakın bir ilişki
κοντινός
μια κοντινή σχέση

soğuk
soğuk hava
κρύος
το κρύο καιρό

güçsüz
güçsüz adam
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις

sınırlı
sınırlı park süresi
προσωρινός
ο προσωρινός χρόνος στάθμευσης

çok güzel
çok güzel bir elbise
πανέμορφος
ένα πανέμορφο φόρεμα

alışılmamış
alışılmamış mantarlar
ασυνήθιστος
ασυνήθιστα μανιτάρια

uykulu
uykulu bir aşama
νυσταγμένος
νυσταγμένη φάση
