Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ใจดี
ข้อเสนอที่ใจดี
cıdī
k̄ĥx s̄enx thī̀ cıdī
φιλικός
μια φιλική προσφορά

ที่มีอยู่
พลังงานลมที่ใช้ได้
thī̀ mī xyū̀
phlạngngān lm thī̀ chı̂dị̂
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια

สามารถรับประทานได้
พริกที่สามารถรับประทานได้
s̄āmārt̄h rạbprathān dị̂
phrik thī̀ s̄āmārt̄h rạbprathān dị̂
φαγώσιμος
τις φαγώσιμες πιπεριές τσίλι

ดิบ
เนื้อดิบ
dib
neụ̄̂x dib
άψητος
άψητο κρέας

สีเหลือง
กล้วยสีเหลือง
s̄ī h̄elụ̄xng
kl̂wy s̄ī h̄elụ̄xng
κίτρινος
κίτρινες μπανάνες

เงิน
รถสีเงิน
ngein
rt̄h s̄ī ngein
ασημένιος
το ασημένιο αυτοκίνητο

แข็งแรง
ผู้หญิงที่แข็งแรง
k̄hæ̆ngræng
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ k̄hæ̆ngræng
εν τάξει
μια γυναίκα εν τάξει

สมบูรณ์แบบ
กระจกเฉลี่ยที่สมบูรณ์แบบ
s̄mbūrṇ̒ bæb
krack c̄helī̀y thī̀ s̄mbūrṇ̒ bæb
τέλειος
το τέλειο ροζέτο από γυαλί

เยอะ
ทุนที่เยอะ
yexa
thun thī̀ yexa
πολύ
πολύ κεφάλαιο

โปรเตสแตนต์
พระคริสต์โปรเตสแตนต์
portes̄tænt̒
phra khris̄t̒ portes̄tænt̒
ευαγγελικός
ο ευαγγελικός ιερέας

ขี้เกียจ
วิถีชีวิตที่ขี้เกียจ
k̄hī̂ keīyc
wit̄hī chīwit thī̀ k̄hī̂ keīyc
τεμπέλης
ένα τεμπέλικο βίος
