Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

กว้าง
ชายหาดที่กว้าง
kŵāng
chāyh̄ād thī̀ kŵāng
ευρύς
μια ευρεία παραλία

โหดร้าย
เด็กชายที่โหดร้าย
h̄odr̂āy
dĕkchāy thī̀ h̄odr̂āy
σκληρός
το σκληρό αγόρι

โกรธ
ผู้ชายที่โกรธ
korṭh
p̄hū̂chāy thī̀ korṭh
οργισμένος
οι οργισμένοι άνδρες

ไม่ปกติ
สภาพอากาศที่ไม่ปกติ
mị̀ pkti
s̄p̣hāph xākāṣ̄ thī̀ mị̀ pkti
ασυνήθιστος
ασυνήθιστος καιρός

ทางกฎหมาย
ปัญหาทางกฎหมาย
thāng kḍh̄māy
pạỵh̄ā thāng kḍh̄māy
νομικός
ένα νομικό πρόβλημα

รายสัปดาห์
การรับมือกับขยะรายสัปดาห์
rāy s̄ạpdāh̄̒
kār rạbmụ̄x kạb k̄hya rāy s̄ạpdāh̄̒
εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών

แข็งแรง
วงวายุที่แข็งแรง
k̄hæ̆ngræng
wng wāyu thī̀ k̄hæ̆ngræng
δυνατός
δυνατοί στρόβιλοι του ανέμου

สุขภาพดี
ผักที่ดีต่อสุขภาพ
s̄uk̄hp̣hāph dī
p̄hạk thī̀ dī t̀x s̄uk̄hp̣hāph
υγιής
τα υγιεινά λαχανικά

ติดเหล้า
ผู้ชายที่ติดเหล้า
tid h̄el̂ā
p̄hū̂chāy thī̀ tid h̄el̂ā
αλκοολικός
ο αλκοολικός άνδρας

โบราณ
หนังสือโบราณ
borāṇ
h̄nạngs̄ụ̄x borāṇ
αρχαίος
αρχαία βιβλία

รสจัด
ขนมปังที่รสจัด
rs̄ cạd
k̄hnmpạng thī̀ rs̄ cạd
πικάντικος
ένα πικάντικο αλείμμα για το ψωμί
