Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ชัน
ภูเขาที่ชัน
chạn
p̣hūk̄heā thī̀ chạn
απότομος
το απότομο βουνό

ไม่มีสี
ห้องน้ำที่ไม่มีสี
mị̀mī s̄ī
h̄̂xngn̂ả thī̀ mị̀mī s̄ī
χωρίς χρώμα
το αχρωμάτιστο μπάνιο

ทอง
สถานปฏิบัติธรรมสีทอง
thxng
s̄t̄hān pt̩ibạtiṭhrrm s̄ī thxng
χρυσός
η χρυσή παγόδα

ครบถ้วน
รุ้งกินน้ำที่ครบถ้วน
khrbt̄ĥwn
rûngkinn̂ả thī̀ khrbt̄ĥwn
πλήρης
ένα πλήρης ουράνιο τόξο

ตลก
การแต่งกายที่ตลก
tlk
kār tæ̀ng kāy thī̀ tlk
αστείος
η αστεία μεταμφίεση

น่าประทับใจ
การเข้าพักที่น่าประทับใจ
ǹā prathạbcı
kār k̄hêā phạk thī̀ ǹā prathạbcı
φανταστικός
μια φανταστική διαμονή

ขี้อาย
สาวที่ขี้อาย
k̄hī̂ xāy
s̄āw thī̀ k̄hī̂ xāy
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι

ชัดเจน
น้ำที่ชัดเจน
chạdcen
n̂ả thī̀ chạdcen
καθαρός
καθαρό νερό

มีความสุข
คู่รักที่มีความสุข
mī khwām s̄uk̄h
khū̀rạk thī̀ mī khwām s̄uk̄h
ευτυχισμένος
το ευτυχισμένο ζευγάρι

ใจดี
สตรีที่ใจดี
cıdī
s̄trī thī̀ cıdī
εξυπηρετικός
μια εξυπηρετική κυρία

อ่อนโยน
อุณหภูมิที่อ่อนโยน
x̀xnyon
xuṇh̄p̣hūmi thī̀ x̀xnyon
ήπιος
η ήπια θερμοκρασία
