Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ใหม่
พลุที่ใหม่
h̄ım̀
phlu thī̀ h̄ım̀
νέος
τα νέα πυροτεχνήματα

อย่างเล่นๆ
การเรียนรู้อย่างเล่นๆ
xỳāng lèn«
kār reīyn rū̂ xỳāng lèn«
παιχνιδιάρικος
το παιχνιδιάρικο μάθημα

พื้นเมือง
ผลไม้พื้นเมือง
phụ̄̂nmeụ̄xng
p̄hl mị̂ phụ̄̂nmeụ̄xng
τοπικός
τοπικά φρούτα

แพง
บ้านหรูที่แพง
phæng
b̂ān h̄rū thī̀ phæng
ακριβός
η ακριβή βίλα

แอกทีฟ
การส่งเสริมสุขภาพแบบแอกทีฟ
xæk thīf
kār s̄̀ngs̄erims̄uk̄h p̣hāph bæb xæk thīf
ενεργός
ενεργή προαγωγή υγείας

เมฆคลุม
ท้องฟ้าที่เต็มไปด้วยเมฆ
meḳh khlum
tĥxngf̂ā thī̀ tĕm pị d̂wy meḳh
συννεφιασμένος
ο συννεφιασμένος ουρανός

ซน
เด็กที่ซน
sn
dĕk thī̀ sn
ατίθασος
το ατίθασο παιδί

ศักดิ์สิทธิ์
คัมภีร์ศักดิ์สิทธิ์
ṣ̄ạkdi̒s̄ithṭhi̒
khạmp̣hīr̒ ṣ̄ạkdi̒s̄ithṭhi̒
ιερός
τα ιερά γραφά

เหมือนกัน
สองสตรีที่เหมือนกัน
h̄emụ̄xn kạn
s̄xng s̄trī thī̀ h̄emụ̄xn kạn
παρόμοιος
δύο παρόμοιες γυναίκες

ฮีสเตอริค
การร้องที่ฮีสเตอริค
ḥīs̄ te xri kh
kār r̂xng thī̀ ḥīs̄ te xri kh
υστερικός
ένα υστερικό φωνακλάδα

พิเศษ
แอปเปิลพิเศษ
phiṣ̄es̄ʹ
xæppeil phiṣ̄es̄ʹ
ιδιαίτερος
ένα ιδιαίτερο μήλο
