Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ที่มองเห็นได้
ภูเขาที่มองเห็นได้
thī̀ mxng h̄ĕn dị̂
p̣hūk̄heā thī̀ mxng h̄ĕn dị̂
ορατός
το ορατό βουνό

เพิ่มเติม
รายได้เพิ่มเติม
pheìmteim
rāy dị̂ pheìmteim
πρόσθετος
το πρόσθετο εισόδημα

อินเดีย
ใบหน้าแบบอินเดีย
xindeīy
bıh̄n̂ā bæb xindeīy
ινδικός
ένα ινδικό πρόσωπο

ตลก
คู่รักที่ตลก
tlk
khū̀rạk thī̀ tlk
ανόητος
ένα ανόητο ζευγάρι

รูปไข่
โต๊ะทรงไข่
rūp k̄hị̀
tóa thrng k̄hị̀
οβάλ
το οβάλ τραπέζι

เปิด
กล่องที่ถูกเปิด
peid
kl̀xng thī̀ t̄hūk peid
ανοιχτός
το ανοιχτό κιβώτιο

ขม
ส้มโอที่ขม
k̄hm
s̄̂m xo thī̀ k̄hm
πικρός
πικρές γκρέιπφρουτ

อิจฉา
ผู้หญิงที่อิจฉา
xicc̄hā
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ xicc̄hā
ζηλιάρης
η ζηλιάρα γυναίκα

แรก
ดอกไม้แรกของฤดูใบไม้ผลิ
ræk
dxkmị̂ ræk k̄hxng vdū bımị̂ p̄hli
πρώτος
τα πρώτα άνθη της άνοιξης

สีดำ
เดรสสีดำ
s̄īdả
de rs̄ s̄ī dả
μαύρος
ένα μαύρο φόρεμα

อุดมสมบูรณ์
ดินที่อุดมสมบูรณ์
xudm s̄mbūrṇ̒
din thī̀ xudm s̄mbūrṇ̒
γονιμοποιός
ένα γονιμοποιό έδαφος
