Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

เปิด
กล่องที่ถูกเปิด
peid
kl̀xng thī̀ t̄hūk peid
ανοιχτός
το ανοιχτό κιβώτιο

ประจำวัน
การอาบน้ำประจำวัน
pracả wạn
kār xāb n̂ả pracả wạn
καθημερινός
το καθημερινό μπάνιο

ทุกปี
การเพิ่มขึ้นทุกปี
thuk pī
kār pheìm k̄hụ̂n thuk pī
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

ดี
กาแฟที่ดี
dī
kāfæ thī̀ dī
καλός
καλός καφές

สวยงามมาก
เดรสที่สวยงามมาก
s̄wyngām māk
de rs̄ thī̀ s̄wyngām māk
πανέμορφος
ένα πανέμορφο φόρεμα

สลด
เด็กที่สลด
s̄ld
dĕk thī̀ s̄ld
λυπημένος
το λυπημένο παιδί

สับสน
สามทารกที่สับสน
S̄ạbs̄n
s̄ām thārk thī̀ s̄ạbs̄n
συγχέσιμος
τρία συγχέσιμα μωρά

สีม่วง
ลาเวนเดอร์สีม่วง
s̄ī m̀wng
lāwendexr̒ s̄ī m̀wng
μωβ
μωβ λεβάντα

ลับ
ข้อมูลที่เป็นความลับ
lạb
k̄ĥxmūl thī̀ pĕn khwām lạb
μυστικός
μια μυστική πληροφορία

รวมอยู่ด้วย
หลอดดูดที่รวมอยู่ด้วย
rwm xyū̀ d̂wy
h̄lxd dūd thī̀ rwm xyū̀ d̂wy
συμπεριλαμβανόμενος
τα συμπεριλαμβανόμενα καλαμάκια

รุนแรง
แผ่นดินไหวที่รุนแรง
runræng
p̄hæ̀ndinh̄ịw thī̀ runræng
έντονος
το έντονο σεισμός
