Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

เปียก
เสื้อผ้าที่เปียก
peīyk
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ peīyk
βρεγμένος
τα βρεγμένα ρούχα

พัดพา
ทะเลที่พัดพา
phạd phā
thale thī̀ phạd phā
θυελλώδης
η θυελλώδης θάλασσα

แหลมคม
แคคตัสที่มีหนาม
h̄ælmkhm
khæ khtạs̄ thī̀ mī h̄nām
αγκαθωτός
τοι αγκαθωτοί κάκτοι

ซื่อซื่อตรง
คำตอบที่ซื่อซื่อตรง
sụ̄̀x sụ̄̀xtrng
khả txb thī̀ sụ̄̀x sụ̄̀xtrng
αφελής
η αφελής απάντηση

ซื่อสัตย์
คำสาบานที่ซื่อสัตย์
sụ̄̀xs̄ạty̒
khả s̄ābān thī̀ sụ̄̀xs̄ạty̒
ειλικρινής
ο ειλικρινής όρκος

สกปรก
รองเท้ากีฬาที่สกปรก
s̄kprk
rxngthêā kīḷā thī̀ s̄kprk
βρώμικος
τα βρώμικα αθλητικά παπούτσια

หนุ่ม
นักชกมวยหนุ่ม
h̄nùm
nạk chkmwy h̄nùm
νέος
ο νέος μποξέρ

รสขม
ช็อคโกแลตรสขม
rs̄k̄hm
ch̆xkh ko læ t rs̄ k̄hm
πικρός
πικρή σοκολάτα

รวดเร็ว
รถที่รวดเร็ว
rwdrĕw
rt̄h thī̀ rwdrĕw
κομψός
ένα κομψό αυτοκίνητο

ขม
ส้มโอที่ขม
k̄hm
s̄̂m xo thī̀ k̄hm
πικρός
πικρές γκρέιπφρουτ

ฟิสิกส์
การทดลองด้านฟิสิกส์
fis̄iks̄̒
kār thdlxng d̂ān fis̄iks̄̒
φυσικός
το φυσικό πείραμα
