Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

หลวมๆ
ฟันที่หลวมๆ
h̄lwm«
fạn thī̀ h̄lwm«
χαλαρός
το χαλαρό δόντι

ส้ม
แอปริคอทสีส้ม
s̄̂m
xæp ri khx th s̄ī s̄̂m
πορτοκαλί
πορτοκαλί βερίκοκα

ฮีสเตอริค
การร้องที่ฮีสเตอริค
ḥīs̄ te xri kh
kār r̂xng thī̀ ḥīs̄ te xri kh
υστερικός
ένα υστερικό φωνακλάδα

แบน
ยางรถที่แบน
bæn
yāng rt̄h thī̀ bæn
ξεφουσκωμένος
το ξεφουσκωμένο λάστιχο

ทั้งหมด
พิซซ่าทั้งหมด
thậngh̄md
phiss̀ā thậngh̄md
ολόκληρος
μια ολόκληρη πίτσα

สุดขั้ว
การโต้คลื่นสุดขั้ว
s̄ud k̄hậw
kār tô khlụ̄̀n s̄ud k̄hậw
άκραιος
το άκραιο σέρφινγκ

มืดมิด
ท้องฟ้าที่มืดมิด
mụ̄d mid
tĥxngf̂ā thī̀ mụ̄d mid
σκοτεινός
ένας σκοτεινός ουρανός

โง่
การพูดที่โง่
ngò
kār phūd thī̀ ngò
ανόητος
το ανόητο λόγια

สวยงาม
ดอกไม้สวยงาม
s̄wyngām
dxkmị̂ s̄wyngām
όμορφος
όμορφα λουλούδια

ปิด
ประตูที่ปิด
pid
pratū thī̀ pid
κλειδωμένος
η κλειδωμένη πόρτα

มีกำหนดเวลา
เวลาจอดรถที่มีกำหนด
mī kảh̄nd welā
welā cxd rt̄h thī̀ mī kảh̄nd
προσωρινός
ο προσωρινός χρόνος στάθμευσης
