Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

น่ากลัว
บรรยากาศที่น่ากลัว
ǹā klạw
brryākāṣ̄ thī̀ ǹā klạw
τρομακτικός
μια τρομακτική ατμόσφαιρα

อ่อนแอ
คนไข้ที่อ่อนแอ
x̀xnxæ
khnk̄hị̂ thī̀ x̀xnxæ
αδύναμος
η αδύναμη ασθενής

เวลาเย็น
พระอาทิตย์ตกเวลาเย็น
welā yĕn
phraxāthity̒ tk welā yĕn
βραδινός
ένα βραδινό ηλιοβασίλεμα

งี่เง่า
ผู้หญิงที่งี่เง่า
ngī̀ ngèā
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ ngī̀ ngèā
χαζός
μια χαζή γυναίκα

ยาก
การปีนเขาที่ยาก
yāk
kār pīn k̄heā thī̀ yāk
δύσκολος
η δύσκολη αναρρίχηση στο βουνό

สมบูรณ์แบบ
ฟันที่สมบูรณ์แบบ
s̄mbūrṇ̒ bæb
fạn thī̀ s̄mbūrṇ̒ bæb
τέλειος
τέλεια δόντια

อย่างเต็มที่
การรับประทานอาหารอย่างเต็มที่
xỳāng tĕmthī̀
kār rạbprathān xāh̄ār xỳāng tĕmthī̀
γενναιόδωρος
ένα γενναιόδωρο γεύμα

ลบ
ข่าวที่เป็นลบ
lb
k̄h̀āw thī̀ pĕn lb
αρνητικός
το αρνητικό νέο

หวาน
ขนมหวาน
h̄wān
k̄hnm h̄wān
γλυκός
το γλυκό κονφεκτί

แพง
บ้านหรูที่แพง
phæng
b̂ān h̄rū thī̀ phæng
ακριβός
η ακριβή βίλα

จำเป็น
ไฟฉายที่จำเป็น
cảpĕn
fịc̄hāy thī̀ cảpĕn
απαραίτητος
η απαραίτητη φακός
