Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά
ไม่ยุติธรรม
การแบ่งงานที่ไม่ยุติธรรม
mị̀ yutiṭhrrm
kār bæ̀ng ngān thī̀ mị̀ yutiṭhrrm
άδικος
η άδικη κατανομή εργασίας
ใจดี
สตรีที่ใจดี
cıdī
s̄trī thī̀ cıdī
εξυπηρετικός
μια εξυπηρετική κυρία
ที่มีอยู่
พลังงานลมที่ใช้ได้
thī̀ mī xyū̀
phlạngngān lm thī̀ chı̂dị̂
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια
กลัว
ชายที่กลัว
klạw
chāy thī̀ klạw
φοβισμένος
ένας φοβισμένος άνδρας
โง่
เด็กชายที่โง่
ngò
dĕkchāy thī̀ ngò
ηλίθιος
το ηλίθιο αγόρι
ยากจน
ชายที่ยากจน
yākcn
chāy thī̀ yākcn
φτωχός
ένας φτωχός άντρας
กว้าง
ชายหาดที่กว้าง
kŵāng
chāyh̄ād thī̀ kŵāng
ευρύς
μια ευρεία παραλία
ตลก
การแต่งกายที่ตลก
tlk
kār tæ̀ng kāy thī̀ tlk
αστείος
η αστεία μεταμφίεση
ประจำวัน
การอาบน้ำประจำวัน
pracả wạn
kār xāb n̂ả pracả wạn
καθημερινός
το καθημερινό μπάνιο
หนุ่ม
นักชกมวยหนุ่ม
h̄nùm
nạk chkmwy h̄nùm
νέος
ο νέος μποξέρ
แนวนอน
เส้นแนวนอน
næw nxn
s̄ên næw nxn
οριζόντιος
η οριζόντια γραμμή