Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά
ขี้อาย
สาวที่ขี้อาย
k̄hī̂ xāy
s̄āw thī̀ k̄hī̂ xāy
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι
ฟิสิกส์
การทดลองด้านฟิสิกส์
fis̄iks̄̒
kār thdlxng d̂ān fis̄iks̄̒
φυσικός
το φυσικό πείραμα
เหลืออยู่
อาหารที่เหลืออยู่
h̄elụ̄x xyū̀
xāh̄ār thī̀ h̄elụ̄x xyū̀
υπόλοιπος
το υπόλοιπο φαγητό
ปลอม
ฟันปลอม
plxm
fạn plxm
λάθος
τα λάθος δόντια
แห้ง
เสื้อผ้าที่แห้ง
h̄æ̂ng
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ h̄æ̂ng
ξηρός
τα ξηρά ρούχα
โสด
แม่โสด
s̄od
mæ̀ s̄od
μόνος
μια μόνη μητέρα
ง่ายต่อการเข้าใจ
สมุดเข้าใจง่าย
ng̀āy t̀x kār k̄hêācı
s̄mud k̄hêācı ng̀āy
σαφής
ένας σαφής κατάλογος
จริงจัง
ค่าที่จริงจัง
cringcạng
kh̀āthī̀ cringcạng
πραγματικός
η πραγματική αξία
ไม่รู้จัก
แฮ็กเกอร์ที่ไม่รู้จัก
mị̀rū̂ cạk
ḥæ̆k kexr̒ thī̀ mị̀rū̂ cạk
άγνωστος
ο άγνωστος χάκερ
ต่างกัน
ดินสอสีที่ต่างกัน
t̀āng kạn
dins̄x s̄ī thī̀ t̀āng kạn
διάφορος
διάφορα μολύβια
แอกทีฟ
การส่งเสริมสุขภาพแบบแอกทีฟ
xæk thīf
kār s̄̀ngs̄erims̄uk̄h p̣hāph bæb xæk thīf
ενεργός
ενεργή προαγωγή υγείας