Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά
ไม่จำเป็น
ร่มที่ไม่จำเป็น
mị̀ cảpĕn
r̀m thī̀ mị̀ cảpĕn
άχρηστος
ο άχρηστος ομπρέλα
วาววาว
พื้นที่วาววาว
wāw wāw
phụ̄̂nthī̀ wāw wāw
λαμπερός
ένα λαμπερό πάτωμα
แตก
กระจกรถยนต์ที่แตก
tæk
krack rt̄hynt̒ thī̀ tæk
χαλασμένος
το χαλασμένο παράθυρο αυτοκινήτου
แห้ง
เสื้อผ้าที่แห้ง
h̄æ̂ng
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ h̄æ̂ng
ξηρός
τα ξηρά ρούχα
ผิดกฎหมาย
การค้ายาเสพติดที่ผิดกฎหมาย
p̄hid kḍh̄māy
kār kĥā yā s̄eph tid thī̀ p̄hid kḍh̄māy
παράνομος
το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών
น่าเกลียด
นักมวยที่น่าเกลียด
ǹā kelīyd
nạk mwy thī̀ ǹā kelīyd
άσχημος
ο άσχημος μποξέρ
น่ากลัว
บรรยากาศที่น่ากลัว
ǹā klạw
brryākāṣ̄ thī̀ ǹā klạw
τρομακτικός
μια τρομακτική ατμόσφαιρα
เมฆคลุม
ท้องฟ้าที่เต็มไปด้วยเมฆ
meḳh khlum
tĥxngf̂ā thī̀ tĕm pị d̂wy meḳh
συννεφιασμένος
ο συννεφιασμένος ουρανός
กว้างขวาง
การเดินทางที่กว้างขวาง
kŵāngk̄hwāng
kār deinthāng thī̀ kŵāngk̄hwāng
μακρινός
το μακρινό ταξίδι
ขี้อาย
สาวที่ขี้อาย
k̄hī̂ xāy
s̄āw thī̀ k̄hī̂ xāy
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι
ชัน
ภูเขาที่ชัน
chạn
p̣hūk̄heā thī̀ chạn
απότομος
το απότομο βουνό