Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

มีประโยชน์
การปรึกษาที่มีประโยชน์
mī prayochn̒
kār prụks̄ʹā thī̀ mī prayochn̒
χρήσιμος
μια χρήσιμη συμβουλή

เปียก
เสื้อผ้าที่เปียก
peīyk
s̄eụ̄̂xp̄ĥā thī̀ peīyk
βρεγμένος
τα βρεγμένα ρούχα

โปรเตสแตนต์
พระคริสต์โปรเตสแตนต์
portes̄tænt̒
phra khris̄t̒ portes̄tænt̒
ευαγγελικός
ο ευαγγελικός ιερέας

จริงจัง
ค่าที่จริงจัง
cringcạng
kh̀āthī̀ cringcạng
πραγματικός
η πραγματική αξία

ที่สาม
ตาที่สาม
thī̀ s̄ām
tā thī̀ s̄ām
τρίτος
το τρίτο μάτι

ดิบ
เนื้อดิบ
dib
neụ̄̂x dib
άψητος
άψητο κρέας

ยาว
ผมยาว
yāw
p̄hm yāw
μακρύς
τα μακριά μαλλιά

มีชื่อเสียง
วัดที่มีชื่อเสียง
mīchụ̄̀xs̄eīyng
wạd thī̀ mīchụ̄̀xs̄eīyng
διάσημος
το διάσημο ναός

เหลืออยู่
อาหารที่เหลืออยู่
h̄elụ̄x xyū̀
xāh̄ār thī̀ h̄elụ̄x xyū̀
υπόλοιπος
το υπόλοιπο φαγητό

ใกล้
ความสัมพันธ์ที่ใกล้
kıl̂
khwām s̄ạmphạnṭh̒ thī̀ kıl̂
κοντινός
μια κοντινή σχέση

โบราณ
หนังสือโบราณ
borāṇ
h̄nạngs̄ụ̄x borāṇ
αρχαίος
αρχαία βιβλία
