Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ใหญ่
สาวที่ใหญ่แล้ว
H̄ıỵ̀
s̄āw thī̀ h̄ıỵ̀ læ̂w
ενήλικος
το ενήλικο κορίτσι

ถูกกฎหมาย
ปืนที่ถูกกฎหมาย
t̄hūk kḍh̄māy
pụ̄n thī̀ t̄hūk kḍh̄māy
νόμιμος
ένα νόμιμο πιστόλι

ทีเดียว
ส่วนน้ำที่ไม่เคยเห็นมาก่อน
thīdeīyw
s̄̀wn n̂ả thī̀ mị̀ khey h̄ĕn mā k̀xn
μοναδικός
ο μοναδικός υδραγωγός

สีแดง
ร่มสีแดง
s̄ī dæng
r̀m s̄ī dæng
κόκκινος
ένα κόκκινο ομπρέλα

ประจำวัน
การอาบน้ำประจำวัน
pracả wạn
kār xāb n̂ả pracả wạn
καθημερινός
το καθημερινό μπάνιο

ไม่ประสบความสำเร็จ
การค้นหาที่อยู่ที่ไม่ประสบความสำเร็จ
mị̀ pras̄b khwām s̄ảrĕc
kār kĥnh̄ā thī̀ xyū̀ thī̀ mị̀ pras̄b khwām s̄ảrĕc
ανεπιτυχής
μια ανεπιτυχής αναζήτηση σπιτιού

ผิด
ทิศทางที่ผิด
p̄hid
thiṣ̄thāng thī̀ p̄hid
λανθασμένος
η λανθασμένη κατεύθυνση

มีอำนาจ
สิงโตที่มีอำนาจ
mī xảnāc
s̄ingto thī̀ mī xảnāc
ισχυρός
ένας ισχυρός λιοντάρι

สูง
หอสูง
s̄ūng
h̄x s̄ūng
ψηλός
ο ψηλός πύργος

ติดเหล้า
ผู้ชายที่ติดเหล้า
tid h̄el̂ā
p̄hū̂chāy thī̀ tid h̄el̂ā
αλκοολικός
ο αλκοολικός άνδρας

ไม่เป็นมิตร
คนที่ไม่เป็นมิตร
mị̀ pĕn mitr
khn thī̀ mị̀ pĕn mitr
αφιλικός
ένας αφιλικός τύπος
