Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

เลือด
ริมฝีปากที่เป็นเลือด
leụ̄xd
rimf̄īpāk thī̀ pĕn leụ̄xd
αιματηρός
αιματηρά χείλη

จริงจัง
ความสำเร็จที่จริงจัง
cringcạng
khwām s̄ảrĕc thī̀ cringcạng
πραγματικός
ένας πραγματικός τριουμφος

จำเป็น
ไฟฉายที่จำเป็น
cảpĕn
fịc̄hāy thī̀ cảpĕn
απαραίτητος
η απαραίτητη φακός

ร้อนแรง
ปฏิกิริยาที่ร้อนแรง
r̂xn ræng
pt̩ikiriyā thī̀ r̂xn ræng
θερμός
η θερμή αντίδραση

ทั่วโลก
เศรษฐกิจทั่วโลก
thạ̀w lok
ṣ̄ers̄ʹṭ̄hkic thạ̀w lok
παγκόσμιος
η παγκόσμια οικονομία

แก่
สตรีคนแก่
kæ̀
s̄trī khn kæ̀
παλιός
μια παλιά κυρία

อิจฉา
ผู้หญิงที่อิจฉา
xicc̄hā
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ xicc̄hā
ζηλιάρης
η ζηλιάρα γυναίκα

ชัดเจน
การห้ามที่ชัดเจน
chạdcen
kār h̄̂ām thī̀ chạdcen
ρητός
ένα ρητό απαγορευτικό

ทุกๆชั่วโมง
การเปลี่ยนแปลงการยามทุกๆชั่วโมง
thuk«chạ̀wmong
kār pelī̀ynpælng kār yām thuk«chạ̀wmong
ωριαίος
η ωριαία αλλαγή φρουράς

สกปรก
รองเท้ากีฬาที่สกปรก
s̄kprk
rxngthêā kīḷā thī̀ s̄kprk
βρώμικος
τα βρώμικα αθλητικά παπούτσια

สีเขียว
ผักสีเขียว
s̄ī k̄heīyw
p̄hạk s̄ī k̄heīyw
πράσινος
τα πράσινα λαχανικά
