Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ολλανδικά
krachteloos
de krachteloze man
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις
oranje
oranje abrikozen
πορτοκαλί
πορτοκαλί βερίκοκα
openbaar
openbare toiletten
δημόσιος
δημόσιες τουαλέτες
tijdelijk
de tijdelijke parkeertijd
προσωρινός
ο προσωρινός χρόνος στάθμευσης
behulpzaam
een behulpzame dame
εξυπηρετικός
μια εξυπηρετική κυρία
buitenlands
buitenlandse verbondenheid
ξένος
η ξένη αλληλεγγύη
vuil
de vuile sportschoenen
βρώμικος
τα βρώμικα αθλητικά παπούτσια
meer
meerdere stapels
περισσότερος
περισσότερες στοίβες
perfect
perfecte tanden
τέλειος
τέλεια δόντια
zwart
een zwarte jurk
μαύρος
ένα μαύρο φόρεμα
speciaal
een speciale appel
ιδιαίτερος
ένα ιδιαίτερο μήλο