Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ολλανδικά

stekelig
de stekelige cactussen
αγκαθωτός
τοι αγκαθωτοί κάκτοι

Iers
de Ierse kust
ιρλανδικός
η ιρλανδική ακτή

zwaar
een zware bank
βαρύς
ένα βαρύ καναπέ

alleenstaand
een alleenstaande moeder
μόνος
μια μόνη μητέρα

verkrijgbaar
het verkrijgbare medicijn
διαθέσιμος
το διαθέσιμο φάρμακο

Sloveens
de Sloveense hoofdstad
σλοβενικός
η σλοβενική πρωτεύουσα

oud
een oude dame
παλιός
μια παλιά κυρία

snel
de snelle skiër
γρήγορος
ο γρήγορος σκιέρ

jong
de jonge bokser
νέος
ο νέος μποξέρ

dom
een domme vrouw
χαζός
μια χαζή γυναίκα

juist
een juiste gedachte
σωστός
ένας σωστός στοχασμός
