Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Σουηδικά

konkursmässig
den konkursmässiga personen
χρεωκοπημένος
το χρεωκοπημένο άτομο

dubbel
den dubbla hamburgaren
διπλός
ο διπλός χάμπουργκερ

slovensk
den slovenska huvudstaden
σλοβενικός
η σλοβενική πρωτεύουσα

livlig
livliga husfasader
ζωντανός
ζωντανές προσόψεις σπιτιών

varierad
ett varierat fruktutbud
ποικίλος
μια ποικίλη προσφορά φρούτων

irländsk
den irländska kusten
ιρλανδικός
η ιρλανδική ακτή

fantastisk
den fantastiska utsikten
υπέροχος
το υπέροχο θέαμα

sur
sura citroner
ξινός
τα ξινά λεμόνια

hetsig
den hetsiga reaktionen
θερμός
η θερμή αντίδραση

bitter
bittra grapefrukt
πικρός
πικρές γκρέιπφρουτ

ren
ren tvätt
καθαρός
καθαρά ρούχα
