Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Πορτογαλικά (BR)

central
a praça central
κεντρικός
η κεντρική αγορά

fiel
um sinal de amor fiel
πιστός
ένα σημάδι πιστής αγάπης

anual
o aumento anual
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

oriental
a cidade portuária oriental
ανατολικός
η ανατολική λιμανούπολη

aberto
a cortina aberta
ανοιχτός
ο ανοιχτός κουρτινόξυλο

puro
água pura
καθαρός
καθαρό νερό

brilhante
um piso brilhante
λαμπερός
ένα λαμπερό πάτωμα

sinuosa
a estrada sinuosa
καμπύλος
ο καμπύλος δρόμος

dependente
doentes dependentes de medicamentos
εξαρτημένος
ασθενείς εξαρτημένοι από φάρμακα

inteligente
um aluno inteligente
έξυπνος
ένας έξυπνος μαθητής

idiota
o falar idiota
ανόητος
το ανόητο λόγια
