Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ρουμανικά

masculin
un corp masculin
αρσενικός
ένα αρσενικό σώμα

amărui
ciocolata amărui
πικρός
πικρή σοκολάτα

roz
o amenajare roz a camerei
ροζ
μια ροζ διακόσμηση δωματίου

sărat
alune sărate
αλατισμένος
αλατισμένα φιστίκια

timid
o fată timidă
ντροπαλός
ένα ντροπαλό κορίτσι

somnoros
o fază somnoroasă
νυσταγμένος
νυσταγμένη φάση

minor
o fată minoră
ανήλικος
μια ανήλικη κοπέλα

suplimentar
venitul suplimentar
πρόσθετος
το πρόσθετο εισόδημα

anual
creșterea anuală
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

vizibil
muntele vizibil
ορατός
το ορατό βουνό

deschis
cartonul deschis
ανοιχτός
το ανοιχτό κιβώτιο
