Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά
ตี
พ่อแม่ไม่ควรตีลูก
tī
ph̀x mæ̀ mị̀ khwr tī lūk
χτυπώ
Οι γονείς δεν θα έπρεπε να χτυπούν τα παιδιά τους.
กระพือ
ใบไม้กระพือภายใต้เท้าของฉัน
Kraphụ̄x
bımị̂ kraphụ̄x p̣hāy tı̂thêā k̄hxng c̄hạn
θορυβώ
Τα φύλλα θορυβούν κάτω από τα πόδια μου.
สามารถ
ตัวเล็กสามารถรดน้ำดอกไม้ได้แล้ว
s̄āmārt̄h
tạw lĕk s̄āmārt̄h rdn̂ả dxkmị̂ dị̂ læ̂w
μπορώ
Το μικρό μπορεί ήδη να ποτίσει τα λουλούδια.
รู้
เด็กรู้เรื่องการทะเลาะกันของพ่อแม่
rū̂
dĕk rū̂ reụ̄̀xng kār thaleāa kạn k̄hxng ph̀x mæ̀
είμαι ενήμερος
Το παιδί είναι ενήμερο για τον καυγά των γονιών του.
ปิด
คุณต้องปิดก๊อกให้แน่น!
pid
khuṇ t̂xng pid ḱxk h̄ı̂ næ̀n!
κλείνω
Πρέπει να κλείσεις σφιχτά τη βρύση!
พูด
ควรจะไม่พูดเสียงดังในโรงภาพยนตร์
phūd
khwr ca mị̀ phūd s̄eīyng dạng nı rong p̣hāphyntr̒
μιλώ
Δεν πρέπει να μιλάμε πολύ δυνατά στο σινεμά.
ชื่อ
คุณสามารถเรียกชื่อประเทศเท่าไหร่?
Chụ̄̀x
khuṇ s̄āmārt̄h reīyk chụ̄̀x pratheṣ̄ thèā h̄ịr̀?
ονομάζω
Πόσες χώρες μπορείς να ονομάσεις;
ตั้ง
ลูกสาวฉันต้องการตั้งบ้าน
tậng
lūks̄āw c̄hạn t̂xngkār tậng b̂ān
στήνω
Η κόρη μου θέλει να στήσει το διαμέρισμά της.
เผาลง
ไฟจะเผาป่าเยอะ
p̄heā lng
fị ca p̄heā p̀ā yexa
καίγομαι
Η φωτιά θα καεί πολύ στο δάσος.
เปิด
คุณช่วยเปิดกระป๋องนี้ให้ฉันได้มั้ย?
Peid
khuṇ ch̀wy peid krap̌xng nī̂ h̄ı̂ c̄hạn dị̂ mậy?
ανοίγω
Μπορείς να ανοίξεις αυτό το κουτί για μένα;
กลัว
เด็กกลัวเมื่อมืด
Klạw
dĕk klạw meụ̄̀x mụ̄d
φοβάμαι
Το παιδί φοβάται στο σκοτάδι.