Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Αγγλικά (US)

carry
The donkey carries a heavy load.
κουβαλώ
Ο γάιδαρος κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο.

teach
She teaches her child to swim.
διδάσκω
Διδάσκει το παιδί της να κολυμπά.

receive
He receives a good pension in old age.
λαμβάνω
Λαμβάνει καλή σύνταξη στη γηρατειά.

park
The cars are parked in the underground garage.
παρκάρω
Τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα στο υπόγειο γκαράζ.

confirm
She could confirm the good news to her husband.
επιβεβαιώνω
Μπορούσε να επιβεβαιώσει τα καλά νέα στον σύζυγό της.

wait
We still have to wait for a month.
περιμένω
Ακόμα πρέπει να περιμένουμε για έναν μήνα.

reduce
I definitely need to reduce my heating costs.
μειώνω
Σίγουρα χρειάζεται να μειώσω τα έξοδα θέρμανσης μου.

notice
She notices someone outside.
παρατηρώ
Παρατηρεί κάποιον έξω.

dial
She picked up the phone and dialed the number.
καλώ
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό.

repeat
My parrot can repeat my name.
επαναλαμβάνω
Ο παπαγάλος μου μπορεί να επαναλάβει το όνομά μου.

rent out
He is renting out his house.
εκμισθώνω
Εκμισθώνει το σπίτι του.
