Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ολλανδικά

uitvoeren
Hij voert de reparatie uit.
εκτελώ
Εκτελεί την επισκευή.

achteruit zetten
Binnenkort moeten we de klok weer achteruit zetten.
ρυθμίζω
Σύντομα θα πρέπει να ρυθμίσουμε πάλι το ρολόι πίσω.

afbranden
Het vuur zal een groot deel van het bos afbranden.
καίγομαι
Η φωτιά θα καεί πολύ στο δάσος.

beschermen
Een helm moet tegen ongelukken beschermen.
προστατεύω
Το κράνος προορίζεται για να προστατεύει από ατυχήματα.

liggen
De kinderen liggen samen in het gras.
ξαπλώνω
Τα παιδιά ξαπλώνουν μαζί στο γρασίδι.

leiden
De meest ervaren wandelaar leidt altijd.
ηγούμαι
Ο πιο έμπειρος ορειβάτης πάντα ηγείται.

weigeren
Het kind weigert zijn eten.
αρνούμαι
Το παιδί αρνείται το φαγητό του.

omdraaien
Je moet hier de auto omdraaien.
γυρίζω
Πρέπει να γυρίσεις το αυτοκίνητο εδώ.

kletsen
Hij kletst vaak met zijn buurman.
κουβεντιάζω
Συχνά κουβεντιάζει με τον γείτονά του.

luisteren
Ze luistert en hoort een geluid.
ακούω
Ακούει και ακούει έναν ήχο.

voorgaan
Gezondheid gaat altijd voor!
έρχομαι πρώτος
Η υγεία πάντα έρχεται πρώτη!
