Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

เล่นรถ
รถเล่นรอบๆ ในวงกลม
lèn rt̄h
rt̄h lèn rxb«nı wngklm
κυκλοφορώ
Τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν σε έναν κύκλο.

สร้างสรรค์
ใครสร้างสรรค์โลก?
s̄r̂āngs̄rrkh̒
khır s̄r̂āngs̄rrkh̒ lok?
δημιουργώ
Ποιος δημιούργησε τη Γη;

ติดตาม
แฟนสาวของฉันชอบติดตามฉันขณะช้อปปิ้ง
tidtām
fæn s̄āw k̄hxng c̄hạn chxb tidtām c̄hạn k̄hṇa cĥxp pîng
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

ต่ออายุ
ช่างทาสีต้องการต่ออายุสีของผนัง
t̀xxāyu
ch̀āng thās̄ī t̂xngkār t̀xxāyu s̄ī k̄hxng p̄hnạng
ανανεώνω
Ο ζωγράφος θέλει να ανανεώσει το χρώμα του τοίχου.

โน้มน้าว
เธอต้องโน้มน้าวลูกสาวของเธอให้ทานบ่อย ๆ
Nômn̂āw
ṭhex t̂xng nômn̂āw lūks̄āw k̄hxng ṭhex h̄ı̂ thān b̀xy «
πείθω
Συχνά πρέπει να πείθει την κόρη της να τρώει.

ตรวจสอบ
ช่างซ่อมตรวจสอบฟังก์ชันของรถ
trwc s̄xb
ch̀āng s̀xm trwc s̄xb fạngk̒chạn k̄hxng rt̄h
ελέγχω
Ο μηχανικός ελέγχει τις λειτουργίες του αυτοκινήτου.

โกรธ
เธอโกรธเพราะเขาเสียงกรนเสมอ
korṭh
ṭhex korṭh pherāa k̄heā s̄eīyng krn s̄emx
εκνευρίζομαι
Εκνευρίζεται γιατί πάντα ροχαλίζει.

นำออก
ช่างฝีมือนำกระเบื้องเก่าออก
nả xxk
ch̀āng f̄īmụ̄x nả krabeụ̄̂xng kèā xxk
αφαιρώ
Ο τεχνίτης αφαίρεσε τα παλιά πλακάκια.

อนุญาต
พ่อไม่อนุญาตให้เขาใช้คอมพิวเตอร์ของเขา
xnuỵāt
ph̀x mị̀ xnuỵāt h̄ı̂ k̄heā chı̂ khxmphiwtexr̒ k̄hxng k̄heā
επιτρέπω
Ο πατέρας δεν του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή του.

ลุย
เครื่องบินเพิ่งลุยขึ้น
luy
kherụ̄̀xngbin pheìng luy k̄hụ̂n
απογειώνομαι
Το αεροπλάνο μόλις απογειώθηκε.

พิมพ์
หนังสือและหนังสือพิมพ์ถูกพิมพ์
phimph̒
h̄nạngs̄ụ̄x læa h̄nạngs̄ụ̄xphimph̒ t̄hūk phimph̒
τυπώνω
Βιβλία και εφημερίδες τυπώνονται.
