Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Αγγλικά (UK)

cut
The hairstylist cuts her hair.
κόβω
Η κομμώτρια της κόβει τα μαλλιά.

arrive
He arrived just in time.
φτάνω
Έφτασε ακριβώς στην ώρα του.

dare
I don’t dare to jump into the water.
τολμώ
Δεν τολμώ να πηδήξω μέσα στο νερό.

change
A lot has changed due to climate change.
αλλάζω
Πολλά έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής.

get lost
It’s easy to get lost in the woods.
χάνομαι
Είναι εύκολο να χαθείς στο δάσος.

press
He presses the button.
πιέζω
Πιέζει το κουμπί.

touch
He touched her tenderly.
αγγίζω
Την αγγίζει τρυφερά.

study
There are many women studying at my university.
μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.

cut down
The worker cuts down the tree.
κόβω
Ο εργάτης κόβει το δέντρο.

practice
The woman practices yoga.
εξασκούμαι
Η γυναίκα εξασκείται στη γιόγκα.

discuss
The colleagues discuss the problem.
συζητώ
Οι συνάδελφοι συζητούν το πρόβλημα.
