Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Δανικά

brænde
Du bør ikke brænde penge af.
καίω
Δεν πρέπει να καίς χρήματα.

ligge
Børnene ligger sammen i græsset.
ξαπλώνω
Τα παιδιά ξαπλώνουν μαζί στο γρασίδι.

have det sjovt
Vi havde meget sjovt på tivoli!
διασκεδάζω
Διασκεδάσαμε πολύ στο λούνα παρκ!

genfinde
Jeg kunne ikke finde mit pas efter flytningen.
βρίσκω ξανά
Δεν μπόρεσα να βρω το διαβατήριό μου μετά τη μετακόμιση.

udelukke
Gruppen udelukker ham.
αποκλείω
Η ομάδα τον αποκλείει.

lette
Flyet lettede netop.
απογειώνομαι
Το αεροπλάνο μόλις απογειώθηκε.

skubbe
Bilen stoppede og måtte skubbes.
ώθω
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και έπρεπε να ώθηθει.

kigge
Hun kigger gennem en kikkert.
κοιτώ
Κοιτάει μέσα από κιάλια.

løbe
Atleten løber.
τρέχω
Ο αθλητής τρέχει.

trække ud
Hvordan skal han trække den store fisk op?
αποσύρω
Πώς πρόκειται να αποσύρει αυτό το μεγάλο ψάρι;

modtage
Han modtager en god pension i alderdommen.
λαμβάνω
Λαμβάνει καλή σύνταξη στη γηρατειά.
