Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Δανικά

tage parti for
De to venner vil altid tage parti for hinanden.
υπερασπίζομαι
Οι δύο φίλοι πάντα θέλουν να υπερασπίζονται ο ένας τον άλλον.

nyde
Hun nyder livet.
απολαμβάνω
Εκείνη απολαμβάνει τη ζωή.

gøre fremskridt
Snegle gør kun langsomme fremskridt.
προοδεύω
Οι σαλιγκάρια προοδεύουν πολύ αργά.

lukke igennem
Skal flygtninge lukkes igennem ved grænserne?
αφήνω
Πρέπει να αφήνονται οι πρόσφυγες στα σύνορα;

hænge ned
Hængekøjen hænger ned fra loftet.
κρέμομαι
Η αιώρα κρέμεται από την οροφή.

ansætte
Ansøgeren blev ansat.
προσλαμβάνω
Ο υποψήφιος προσλήφθηκε.

afgå
Toget afgår.
αναχωρώ
Το τρένο αναχωρεί.

drive
Cowboysene driver kvæget med heste.
οδηγώ
Οι καουμπόηδες οδηγούν τα βοοειδή με άλογα.

ledsage
Min kæreste kan godt lide at ledsage mig, når jeg handler.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

hakke
Til salaten skal du hakke agurken.
κόβω
Για τη σαλάτα, πρέπει να κόψετε το αγγούρι.

parkere
Cyklerne er parkeret foran huset.
παρκάρω
Τα ποδήλατα είναι παρκαρισμένα μπροστά από το σπίτι.
