Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

วิ่งออก
เธอวิ่งออกไปด้วยรองเท้าใหม่
wìng xxk
ṭhex wìng xxk pị d̂wy rxngthêā h̄ım̀
τρέχω έξω
Τρέχει έξω με τα καινούργια παπούτσια.

ขี่ด้วย
ฉันขี่ด้วยกับคุณได้ไหม?
k̄hī̀ d̂wy
c̄hạn k̄hī̀ d̂wy kạb khuṇ dị̂ h̄ịm?
πετώ μαζί
Μπορώ να πετάξω μαζί σου;

ให้อาหาร
เด็กๆ กำลังให้อาหารม้า.
h̄ı̂ xāh̄ār
dĕk«kảlạng h̄ı̂ xāh̄ār m̂ā.
ταΐζω
Τα παιδιά ταΐζουν το άλογο.

ตัด
สำหรับสลัด, คุณต้องตัดแตงกวา
tạd
s̄ảh̄rạb s̄lạd, khuṇ t̂xng tạd tængkwā
κόβω
Για τη σαλάτα, πρέπει να κόψετε το αγγούρι.

เข้าใจ
ฉันเข้าใจงานในที่สุด!
K̄hêācı
c̄hạn k̄hêācı ngān nı thī̀s̄ud!
καταλαβαίνω
Τελικά κατάλαβα το καθήκον!

วิ่งหลัง
แม่วิ่งหลังลูกชายของเธอ
wìng h̄lạng
mæ̀ wìng h̄lạng lūkchāy k̄hxng ṭhex
τρέχω πίσω
Η μητέρα τρέχει πίσω από τον γιο της.

รสชาติ
รสชาตินี้ดีมาก!
rs̄chāti
rs̄chāti nī̂ dī māk!
γεύομαι
Αυτό γεύεται πραγματικά καλό!

รู้สึก
แม่รู้สึกรักลูกมาก.
Rū̂s̄ụk
mæ̀ rū̂s̄ụk rạk lūk māk.
αισθάνομαι
Η μητέρα αισθάνεται πολύ αγάπη για το παιδί της.

ถูกขับ
จักรยานถูกขับโดยรถยนต์
t̄hūk k̄hạb
cạkryān t̄hūk k̄hạb doy rt̄hynt̒
πατώ πάνω
Ένας ποδηλάτης πατήθηκε από ένα αυτοκίνητο.

ต่ออายุ
ช่างทาสีต้องการต่ออายุสีของผนัง
t̀xxāyu
ch̀āng thās̄ī t̂xngkār t̀xxāyu s̄ī k̄hxng p̄hnạng
ανανεώνω
Ο ζωγράφος θέλει να ανανεώσει το χρώμα του τοίχου.

หลงทาง
ง่ายที่จะหลงทางในป่า
h̄lng thāng
ng̀āy thī̀ ca h̄lng thāngnı p̀ā
χάνομαι
Είναι εύκολο να χαθείς στο δάσος.
