Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Γαλλικά
licencier
Le patron l’a licencié.
απολύω
Ο αφεντικός τον απέλυσε.
couper
La coiffeuse lui coupe les cheveux.
κόβω
Η κομμώτρια της κόβει τα μαλλιά.
attendre avec impatience
Les enfants attendent toujours la neige avec impatience.
περιμένω
Τα παιδιά περιμένουν πάντα το χιόνι με ανυπομονησία.
accomplir
Ils ont accompli la tâche difficile.
ολοκληρώνω
Έχουν ολοκληρώσει το δύσκολο έργο.
annuler
Le vol est annulé.
ακυρώνω
Η πτήση ακυρώθηκε.
ressentir
La mère ressent beaucoup d’amour pour son enfant.
αισθάνομαι
Η μητέρα αισθάνεται πολύ αγάπη για το παιδί της.
approuver
Nous approuvons volontiers votre idée.
υποστηρίζω
Υποστηρίζουμε ευχαρίστως την ιδέα σας.
pleurer
L’enfant pleure dans la baignoire.
κλαίω
Το παιδί κλαίει στη μπανιέρα.
surmonter
Les athlètes surmontent la cascade.
υπερβαίνω
Οι αθλητές υπερβαίνουν τον καταρράκτη.
accompagner
Ma petite amie aime m’accompagner pendant les courses.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
mélanger
Elle mélange un jus de fruits.
ανακατεύω
Ανακατεύει έναν χυμό φρούτου.