Λεξιλόγιο

Μάθετε Ρήματα – Γερμανικά

cms/verbs-webp/112970425.webp
sich aufregen
Sie regt sich auf, weil er immer schnarcht.
εκνευρίζομαι
Εκνευρίζεται γιατί πάντα ροχαλίζει.
cms/verbs-webp/93697965.webp
herumfahren
Die Autos fahren im Kreis herum.
κυκλοφορώ
Τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν σε έναν κύκλο.
cms/verbs-webp/95190323.webp
stimmen
Man stimmt für oder gegen einen Kandidaten.
ψηφίζω
Ψηφίζει κανείς υπέρ ή κατά ενός υποψηφίου.
cms/verbs-webp/68561700.webp
offenlassen
Wer die Fenster offenlässt, lockt Einbrecher an!
αφήνω ανοιχτό
Όποιος αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά προσκαλεί ληστές!
cms/verbs-webp/68212972.webp
sich melden
Wer etwas weiß, darf sich im Unterricht melden.
παίρνω το λόγο
Όποιος ξέρει κάτι μπορεί να πάρει το λόγο στην τάξη.
cms/verbs-webp/124525016.webp
zurückliegen
Die Zeit ihrer Jugend liegt lange zurück.
βρίσκομαι
Ο χρόνος της νιότης της βρίσκεται πολύ πίσω.
cms/verbs-webp/121670222.webp
nachfolgen
Die Küken folgen ihrer Mutter immer nach.
ακολουθούν
Τα μικρά πουλιά πάντα ακολουθούν τη μητέρα τους.
cms/verbs-webp/110322800.webp
herziehen
Die Klassenkameraden ziehen über sie her.
μιλώ κακά
Οι συμμαθητές της μιλούν κακά για εκείνη.
cms/verbs-webp/112755134.webp
telefonieren
Sie kann nur in der Mittagspause telefonieren.
τηλεφωνώ
Μπορεί να τηλεφωνήσει μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για το φαγητό της.
cms/verbs-webp/123170033.webp
pleitegehen
Der Betrieb wird wohl bald pleitegehen.
χρεοκοπώ
Η επιχείρηση πιθανότατα θα χρεοκοπήσει σύντομα.
cms/verbs-webp/74009623.webp
testen
Das Auto wird in der Werkstatt getestet.
δοκιμάζω
Το αυτοκίνητο δοκιμάζεται στο εργαστήριο.
cms/verbs-webp/58993404.webp
heimgehen
Nach der Arbeit geht er heim.
πηγαίνω σπίτι
Πηγαίνει σπίτι μετά τη δουλειά.