Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

ย้ายเข้า
เพื่อนบ้านใหม่กำลังย้ายเข้าข้างบน.
Ŷāy k̄hêā
pheụ̄̀xnb̂ān h̄ım̀ kảlạng ŷāy k̄hêāk̄ĥāng bn.
μετακομίζω
Νέοι γείτονες μετακομίζουν πάνω.

หยุด
ตำรวจหญิงหยุดรถ
h̄yud
tảrwc h̄ỵing h̄yud rt̄h
σταματώ
Η αστυνομικός σταματά το αυτοκίνητο.

โกรธ
เธอโกรธเพราะเขาเสียงกรนเสมอ
korṭh
ṭhex korṭh pherāa k̄heā s̄eīyng krn s̄emx
εκνευρίζομαι
Εκνευρίζεται γιατί πάντα ροχαλίζει.

ปรับปรุง
เธอต้องการปรับปรุงรูปร่างของเธอ.
Prạbprung
ṭhex t̂xngkār prạbprung rūpr̀āng k̄hxng ṭhex.
βελτιώνω
Θέλει να βελτιώσει το σώμα της.

ขึ้น
เธอกำลังขึ้นบันได
k̄hụ̂n
ṭhex kảlạng k̄hụ̂n bạndị
πλησιάζω
Εκείνη πλησιάζει από τις σκάλες.

กลัว
เด็กกลัวเมื่อมืด
Klạw
dĕk klạw meụ̄̀x mụ̄d
φοβάμαι
Το παιδί φοβάται στο σκοτάδι.

ไปต่อ
คุณไม่สามารถไปต่อได้ในจุดนี้
pị t̀x
khuṇ mị̀ s̄āmārt̄h pị t̀x dị̂ nı cud nī̂
προχωρώ
Δεν μπορείς να προχωρήσεις περαιτέρω σε αυτό το σημείο.

เชิญ
เราเชิญคุณมาปาร์ตี้ส่งท้ายปี
Cheiỵ
reā cheiỵ khuṇ mā pār̒tī̂ s̄̀ngtĥāy pī
προσκαλώ
Σας προσκαλούμε στο πάρτι της Πρωτοχρονιάς.

เชื่อมโยงกัน
ประเทศทุกประเทศบนโลกเชื่อมโยงกัน
cheụ̄̀xm yong kạn
pratheṣ̄ thuk pratheṣ̄ bn lok cheụ̄̀xm yong kạn
είμαι διασυνδεδεμένος
Όλες οι χώρες της Γης είναι διασυνδεδεμένες.

ศึกษา
มีหญิงเยอะๆ ที่ศึกษาอยู่ที่มหาวิทยาลัยของฉัน
ṣ̄ụks̄ʹā
mī h̄ỵing yexa«thī̀ ṣ̄ụks̄ʹā xyū̀ thī̀ mh̄āwithyālạy k̄hxng c̄hạn
μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.

ขาย
พ่อค้ากำลังขายของหลายอย่าง
k̄hāy
ph̀xkĥā kảlạng k̄hāy k̄hxng h̄lāy xỳāng
πουλάω
Οι εμπόροι πουλούν πολλά εμπορεύματα.
