Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

เคลื่อนที่
เคลื่อนที่เยอะเป็นสิ่งดีต่อสุขภาพ.
Khelụ̄̀xnthī̀
khelụ̄̀xnthī̀ yexa pĕn s̄ìng dī t̀x s̄uk̄hp̣hāph.
κινούμαι
Είναι υγιεινό να κινείσαι πολύ.

เข้าใจ
คนไม่สามารถเข้าใจทุกอย่างเกี่ยวกับคอมพิวเตอร์
K̄hêācı
khn mị̀ s̄āmārt̄h k̄hêācı thuk xỳāng keī̀yw kạb khxmphiwtexr̒
καταλαβαίνω
Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τα πάντα για τους υπολογιστές.

ส่งเสริม
เราต้องส่งเสริมทางเลือกในการเดินทางแทนรถยนต์
s̄̀ngs̄erim
reā t̂xng s̄̀ngs̄erim thāng leụ̄xk nı kār deinthāng thæn rt̄hynt̒
προωθώ
Πρέπει να προωθήσουμε εναλλακτικές λύσεις στην αυτοκινητική κυκλοφορία.

เคลื่อนที่
เหลือของฉันกำลังเคลื่อนที่.
Khelụ̄̀xnthī̀
h̄elụ̄x k̄hxng c̄hạn kảlạng khelụ̄̀xnthī̀.
μετακομίζω
Το ανιψιό μου μετακομίζει.

สนุก
เราสนุกกับงานสวนรมณีมาก!
s̄nuk
reā s̄nuk kạb ngān s̄wn rmṇī māk!
διασκεδάζω
Διασκεδάσαμε πολύ στο λούνα παρκ!

นำออก
เครื่องขุดนำดินออก
nả xxk
kherụ̄̀xng k̄hud nả din xxk
αφαιρώ
Ο εκσκαφέας αφαιρεί το χώμα.

แขวนลงมา
หิมะแขวนลงมาจากหลังคา
k̄hæwn lng mā
h̄ima k̄hæwn lng mā cāk h̄lạngkhā
κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.

สอน
เธอสอนลูกของเธอว่ายน้ำ
s̄xn
ṭhex s̄xn lūk k̄hxng ṭhex ẁāy n̂ả
διδάσκω
Διδάσκει το παιδί της να κολυμπά.

กดดัน
งานในสำนักงานกดดันเธอมาก
kddạn
ngān nı s̄ảnạkngān kddạn ṭhex māk
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

ดึงขึ้น
รถแท็กซี่ได้ดึงขึ้นที่ป้ายรถเมล์
dụng k̄hụ̂n
rt̄h thæ̆ksī̀ dị̂ dụng k̄hụ̂n thī̀ p̂āy rt̄hmel̒
σταματώ
Τα ταξί έχουν σταματήσει στη στάση.

รับประกัน
ประกันภัยรับประกันการคุ้มครองในกรณีเกิดอุบัติเหตุ
rạbprakạn
prakạnp̣hạy rạbprakạn kār khûmkhrxng nı krṇī keid xubạtih̄etu
εγγυώμαι
Η ασφάλεια εγγυάται προστασία σε περίπτωση ατυχημάτων.
