Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

เยี่ยมชม
เพื่อนเก่าเยี่ยมชมเธอ
yeī̀ym chm
pheụ̄̀xn kèā yeī̀ym chm ṭhex
επισκέπτομαι
Μια παλιά φίλη την επισκέπτεται.

กดดัน
งานในสำนักงานกดดันเธอมาก
kddạn
ngān nı s̄ảnạkngān kddạn ṭhex māk
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

รู้จัก
เธอไม่รู้จักกับไฟฟ้า
rū̂cạk
ṭhex mị̀rū̂ cạk kạb fịf̂ā
γνωρίζω
Δεν γνωρίζει για την ηλεκτρικότητα.

ต้องการ
เขาต้องการค่าชดเชย
t̂xngkār
k̄heā t̂xngkār kh̀ā chdchey
απαιτώ
Απαιτεί αποζημίωση.

เล่น
เด็กชอบเล่นคนเดียว
lèn
dĕk chxb lèn khn deīyw
παίζω
Το παιδί προτιμά να παίζει μόνο του.

กระพือ
ใบไม้กระพือภายใต้เท้าของฉัน
Kraphụ̄x
bımị̂ kraphụ̄x p̣hāy tı̂thêā k̄hxng c̄hạn
θορυβώ
Τα φύλλα θορυβούν κάτω από τα πόδια μου.

ทำ
คุณควรจะทำมันเมื่อหนึ่งชั่วโมงที่แล้ว!
Thả
khuṇ khwr ca thả mạn meụ̄̀x h̄nụ̀ng chạ̀wmong thī̀ læ̂w!
κάνω
Θα έπρεπε να το είχες κάνει από μια ώρα!

แนะนำ
ผู้หญิงแนะนำบางสิ่งให้กับเพื่อนของเธอ
næanả
p̄hū̂h̄ỵing næanả bāng s̄ìng h̄ı̂ kạb pheụ̄̀xn k̄hxng ṭhex
προτείνω
Η γυναίκα προτείνει κάτι στην φίλη της.

รอคอย
เด็ก ๆ รอคอยหิมะตลอดเวลา
rx khxy
dĕk «rx khxy h̄ima tlxd welā
περιμένω
Τα παιδιά περιμένουν πάντα το χιόνι με ανυπομονησία.

เกิดขึ้น
มีอุบัติเหตุเกิดขึ้นที่นี่
keid k̄hụ̂n
mī xubạtih̄etu keid k̄hụ̂n thī̀ nī̀
συμβαίνω
Ένα ατύχημα έχει συμβεί εδώ.

ผ่าน
สองคนผ่านกันไป
p̄h̀ān
s̄xng khn p̄h̀ān kạn pị
περνάω
Οι δύο περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο.
