Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

บันทึก
ลูกของฉันบันทึกเงินของพวกเขาเอง
bạnthụk
lūk k̄hxng c̄hạn bạnthụk ngein k̄hxng phwk k̄heā xeng
σώζω
Τα παιδιά μου έχουν σώσει τα δικά τους χρήματα.

ยกเลิก
เที่ยวบินถูกยกเลิก
ykleik
theī̀yw bin t̄hūk ykleik
ακυρώνω
Η πτήση ακυρώθηκε.

ย้าย
เพื่อนบ้านของเรากำลังย้าย.
Ŷāy
pheụ̄̀xnb̂ān k̄hxng reā kảlạng ŷāy.
μετακομίζω
Οι γείτονές μας μετακομίζουν.

ส่งคืน
สุนัขส่งคืนของเล่น
s̄̀ng khụ̄n
s̄unạk̄h s̄̀ng khụ̄n k̄hxnglèn
επιστρέφω
Ο σκύλος επιστρέφει το παιχνίδι.

ช่วย
ทุกคนช่วยตั้งเต็นท์
ch̀wy
thuk khn ch̀wy tậng tĕnth̒
βοηθώ
Όλοι βοηθούν να στήσουν τη σκηνή.

สนใจ
ลูกของเราสนใจในดนตรีมาก
s̄ncı
lūk k̄hxng reā s̄ncı nı dntrī māk
ενδιαφέρομαι
Το παιδί μας ενδιαφέρεται πολύ για τη μουσική.

สิ้นสุด
เส้นทางสิ้นสุดที่นี่
s̄îns̄ud
s̄ênthāng s̄îns̄ud thī̀ nī̀
τελειώνω
Η διαδρομή τελειώνει εδώ.

กำลังจะเกิดขึ้น
ภัยพิบัติกำลังจะเกิดขึ้น
kảlạng ca keid k̄hụ̂n
p̣hạy phibạti kảlạng ca keid k̄hụ̂n
είναι προ των πυλών
Ένας καταστροφή είναι προ των πυλών.

เริ่มต้น
ชีวิตใหม่เริ่มต้นด้วยการแต่งงาน
reìm t̂n
chīwit h̄ım̀ reìm t̂n d̂wy kār tæ̀ngngān
αρχίζω
Ένα νέο βίο αρχίζει με τον γάμο.

เข้า
รถไฟใต้ดินเพิ่งเข้าสถานี
k̄hêā
rt̄hfị tı̂din pheìng k̄hêā s̄t̄hānī
μπαίνω
Το μετρό μόλις μπήκε στο σταθμό.

เกิดขึ้น
เกิดสิ่งไม่ดีขึ้น
keid k̄hụ̂n
keid s̄ìng mị̀ dī k̄hụ̂n
συμβαίνω
Κάτι κακό έχει συμβεί.
