Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Σλοβενικά

upravljati
Kdo upravlja denar v vaši družini?
διαχειρίζομαι
Ποιος διαχειρίζεται τα χρήματα στην οικογένειά σου;

govoriti slabo
Sovražniki o njej govorijo slabo.
μιλώ κακά
Οι συμμαθητές της μιλούν κακά για εκείνη.

sprožiti
Dim je sprožil alarm.
προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.

poklicati
Učitelj pokliče učenca.
προσκαλώ
Ο δάσκαλος προσκαλεί τον μαθητή.

viseti dol
S strehe visijo ledenice.
κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.

pripadati
Moja žena mi pripada.
ανήκω
Η γυναίκα μου ανήκει σε μένα.

porabiti denar
Na popravilih moramo porabiti veliko denarja.
δαπανώ χρήματα
Πρέπει να δαπανήσουμε πολλά χρήματα για επισκευές.

peljati skozi
Avto se pelje skozi drevo.
περνώ
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από ένα δέντρο.

odložiti
Vsak mesec želim odložiti nekaj denarja za kasneje.
αποθηκεύω
Θέλω να αποθηκεύω λίγα χρήματα για αργότερα κάθε μήνα.

zažgati
Denarja ne bi smeli zažgati.
καίω
Δεν πρέπει να καίς χρήματα.

ustaviti
Policistka ustavi avto.
σταματώ
Η αστυνομικός σταματά το αυτοκίνητο.
