Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Αγγλικά (UK)
let
She lets her kite fly.
αφήνω
Αφήνει τον χαρταετό της να πετάει.
push
The car stopped and had to be pushed.
ώθω
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και έπρεπε να ώθηθει.
follow
My dog follows me when I jog.
ακολουθεί
Ο σκύλος μου με ακολουθεί όταν τρέχω.
vote
The voters are voting on their future today.
ψηφίζω
Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν για το μέλλον τους σήμερα.
allow
One should not allow depression.
επιτρέπω
Δεν πρέπει να επιτρέπει κανείς την κατάθλιψη.
cancel
The contract has been canceled.
ακυρώνω
Το συμβόλαιο έχει ακυρωθεί.
wash
The mother washes her child.
πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.
burn
You shouldn’t burn money.
καίω
Δεν πρέπει να καίς χρήματα.
discuss
The colleagues discuss the problem.
συζητώ
Οι συνάδελφοι συζητούν το πρόβλημα.
move
My nephew is moving.
μετακομίζω
Το ανιψιό μου μετακομίζει.
agree
They agreed to make the deal.
συμφωνώ
Συμφώνησαν να κάνουν τη συμφωνία.