Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τουρκικά

ziyaret etmek
Paris‘i ziyaret ediyor.
επισκέπτομαι
Επισκέπτεται το Παρίσι.

durmak
Taksiler durağa durdu.
σταματώ
Τα ταξί έχουν σταματήσει στη στάση.

kaybolmak
Ormanda kaybolmak kolaydır.
χάνομαι
Είναι εύκολο να χαθείς στο δάσος.

deneyimlemek
Masal kitaplarıyla birçok macera deneyimleyebilirsiniz.
βιώνω
Μπορείς να βιώσεις πολλές περιπέτειες μέσα από τα παραμύθια.

ödemek
Kredi kartıyla çevrim içi ödeme yapıyor.
πληρώνω
Πληρώνει ηλεκτρονικά με πιστωτική κάρτα.

kurtarmak
Doktorlar onun hayatını kurtarabildi.
σώζω
Οι γιατροί κατάφεραν να του σώσουν τη ζωή.

açık bırakmak
Pencereleri açık bırakanlar hırsızları davet eder!
αφήνω ανοιχτό
Όποιος αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά προσκαλεί ληστές!

geç kalkmak
Nihayet bir gece geç kalkmak istiyorlar.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

yenilemek
Ressam duvar rengini yenilemek istiyor.
ανανεώνω
Ο ζωγράφος θέλει να ανανεώσει το χρώμα του τοίχου.

hakkı olmak
Yaşlı insanların emekli maaşı alma hakkı vardır.
έχω δικαίωμα
Οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα σε σύνταξη.

götürmek
Çöp kamyonu çöpümüzü götürüyor.
απομακρύνω
Το φορτηγό των σκουπιδιών απομακρύνει τα σκουπίδια μας.
