Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τουρκικά

şaşırtmak
Ebeveynlerini bir hediye ile şaşırttı.
εκπλήσσω
Εκπλήσσει τους γονείς της με ένα δώρο.

tüketmek
Bir dilim pasta tüketiyor.
καταναλώνω
Καταναλώνει ένα κομμάτι τούρτας.

bir kenara koymak
Her ay sonrası için biraz para bir kenara koymak istiyorum.
αποθηκεύω
Θέλω να αποθηκεύω λίγα χρήματα για αργότερα κάθε μήνα.

zor bulmak
İkisi de veda etmeyi zor buluyor.
βρίσκω δύσκολο
Και οι δύο βρίσκουν δύσκολο να πουν αντίο.

bitirmek
Kızımız yeni üniversiteyi bitirdi.
τελειώνω
Η κόρη μας μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο.

ayrılmak
Tatil misafirlerimiz dün ayrıldı.
αναχωρώ
Οι διακοπές μας αναχώρησαν χθες.

biriktirmek
Çocuklarım kendi paralarını biriktirdiler.
σώζω
Τα παιδιά μου έχουν σώσει τα δικά τους χρήματα.

net görmek
Yeni gözlüklerimle her şeyi net görüyorum.
βλέπω
Μπορώ να βλέπω όλα καθαρά με τα νέα μου γυαλιά.

kapatmak
Perdeleri kapatıyor.
κλείνω
Κλείνει τις κουρτίνες.

keşfetmek
İnsanlar Mars‘ı keşfetmek istiyor.
εξερευνώ
Οι άνθρωποι θέλουν να εξερευνήσουν τον Άρη.

aşağı bakmak
Vadinin aşağısına bakıyor.
κοιτώ
Κοιτάει κάτω στην κοιλάδα.
