Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

ท่องเที่ยวรอบโลก
ฉันได้ท่องเที่ยวรอบโลกมาเยอะแล้ว
th̀xngtheī̀yw rxb lok
c̄hạn dị̂ th̀xngtheī̀yw rxb lok mā yexa læ̂w
ταξιδεύω
Έχω ταξιδέψει πολύ γύρω από τον κόσμο.

ค้า
คนเลี้ยงค้าเฟอร์นิเจอร์ที่ใช้แล้ว
kĥā
khn leī̂yng kĥā fexr̒nicexr̒ thī̀ chı̂ læ̂w
εμπορεύομαι
Οι άνθρωποι εμπορεύονται μεταχειρισμένα έπιπλα.

แสดง
เขาแสดงโลกให้ลูกชายเห็น
s̄ædng
k̄heā s̄ædng lok h̄ı̂ lūkchāy h̄ĕn
δείχνω
Δείχνει στο παιδί του τον κόσμο.

ยุติ
ฉันต้องการยุติการสูบบุหรี่เริ่มตอนนี้!
yuti
c̄hạn t̂xngkār yuti kār s̄ūb buh̄rī̀ reìm txn nī̂!
παραιτούμαι
Θέλω να παραιτηθώ από το κάπνισμα από τώρα!

ถูกตัดตอน
ตำแหน่งงานหลายๆ ตำแหน่งจะถูกตัดตอนในบริษัทนี้เร็วๆ นี้
t̄hūk tạdtxn
tảh̄æǹng ngān h̄lāy«tảh̄æǹng ca t̄hūk tạdtxn nı bris̄ʹạth nī̂ rĕw«nī̂
εξαλείφονται
Πολλές θέσεις θα εξαλειφθούν σύντομα σε αυτήν την εταιρεία.

ดัน
พยาบาลดันผู้ป่วยบนรถเข็น
dạn
phyābāl dạn p̄hū̂ p̀wy bn rt̄h k̄hĕn
ώθω
Η νοσοκόμα ώθει τον ασθενή σε αναπηρικό αμαξίδιο.

วิ่งหนี
ลูกชายของเราต้องการวิ่งหนีจากบ้าน
wìng h̄nī
lūkchāy k̄hxng reā t̂xngkār wìng h̄nī cāk b̂ān
τρέχω μακριά
Ο γιος μας ήθελε να τρέξει μακριά από το σπίτι.

สิ้นสุด
เราสิ้นสุดอยู่ในสถานการณ์นี้อย่างไร
s̄îns̄ud
reā s̄îns̄ud xyū̀ nı s̄t̄hānkārṇ̒ nī̂ xỳāngrị
καταλήγω
Πώς καταλήξαμε σε αυτή την κατάσταση;

ยืน
เธอไม่สามารถยืนขึ้นเองได้แล้ว
yụ̄n
ṭhex mị̀ s̄āmārt̄h yụ̄n k̄hụ̂n xeng dị̂ læ̂w
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.

เปิด
ควันเปิดเตือน
peid
khwạn peid teụ̄xn
προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.

ถูกขับ
น่าเสียดายมากว่าสัตว์มากถูกขับโดยรถยนต์
t̄hūk k̄hạb
ǹā s̄eīydāy mākẁā s̄ạtw̒ māk t̄hūk k̄hạb doy rt̄hynt̒
πατώ πάνω
Δυστυχώς, πολλά ζώα πατιούνται ακόμα από αυτοκίνητα.
