Λεξιλόγιο

Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

cms/verbs-webp/107407348.webp
ท่องเที่ยวรอบโลก
ฉันได้ท่องเที่ยวรอบโลกมาเยอะแล้ว
th̀xngtheī̀yw rxb lok
c̄hạn dị̂ th̀xngtheī̀yw rxb lok mā yexa læ̂w
ταξιδεύω
Έχω ταξιδέψει πολύ γύρω από τον κόσμο.
cms/verbs-webp/98294156.webp
ค้า
คนเลี้ยงค้าเฟอร์นิเจอร์ที่ใช้แล้ว
kĥā
khn leī̂yng kĥā fexr̒nicexr̒ thī̀ chı̂ læ̂w
εμπορεύομαι
Οι άνθρωποι εμπορεύονται μεταχειρισμένα έπιπλα.
cms/verbs-webp/123498958.webp
แสดง
เขาแสดงโลกให้ลูกชายเห็น
s̄ædng
k̄heā s̄ædng lok h̄ı̂ lūkchāy h̄ĕn
δείχνω
Δείχνει στο παιδί του τον κόσμο.
cms/verbs-webp/30314729.webp
ยุติ
ฉันต้องการยุติการสูบบุหรี่เริ่มตอนนี้!
yuti
c̄hạn t̂xngkār yuti kār s̄ūb buh̄rī̀ reìm txn nī̂!
παραιτούμαι
Θέλω να παραιτηθώ από το κάπνισμα από τώρα!
cms/verbs-webp/29285763.webp
ถูกตัดตอน
ตำแหน่งงานหลายๆ ตำแหน่งจะถูกตัดตอนในบริษัทนี้เร็วๆ นี้
t̄hūk tạdtxn
tảh̄æǹng ngān h̄lāy«tảh̄æǹng ca t̄hūk tạdtxn nı bris̄ʹạth nī̂ rĕw«nī̂
εξαλείφονται
Πολλές θέσεις θα εξαλειφθούν σύντομα σε αυτήν την εταιρεία.
cms/verbs-webp/82095350.webp
ดัน
พยาบาลดันผู้ป่วยบนรถเข็น
dạn
phyābāl dạn p̄hū̂ p̀wy bn rt̄h k̄hĕn
ώθω
Η νοσοκόμα ώθει τον ασθενή σε αναπηρικό αμαξίδιο.
cms/verbs-webp/41918279.webp
วิ่งหนี
ลูกชายของเราต้องการวิ่งหนีจากบ้าน
wìng h̄nī
lūkchāy k̄hxng reā t̂xngkār wìng h̄nī cāk b̂ān
τρέχω μακριά
Ο γιος μας ήθελε να τρέξει μακριά από το σπίτι.
cms/verbs-webp/49585460.webp
สิ้นสุด
เราสิ้นสุดอยู่ในสถานการณ์นี้อย่างไร
s̄îns̄ud
reā s̄îns̄ud xyū̀ nı s̄t̄hānkārṇ̒ nī̂ xỳāngrị
καταλήγω
Πώς καταλήξαμε σε αυτή την κατάσταση;
cms/verbs-webp/106088706.webp
ยืน
เธอไม่สามารถยืนขึ้นเองได้แล้ว
yụ̄n
ṭhex mị̀ s̄āmārt̄h yụ̄n k̄hụ̂n xeng dị̂ læ̂w
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.
cms/verbs-webp/61162540.webp
เปิด
ควันเปิดเตือน
peid
khwạn peid teụ̄xn
προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.
cms/verbs-webp/86196611.webp
ถูกขับ
น่าเสียดายมากว่าสัตว์มากถูกขับโดยรถยนต์
t̄hūk k̄hạb
ǹā s̄eīydāy mākẁā s̄ạtw̒ māk t̄hūk k̄hạb doy rt̄hynt̒
πατώ πάνω
Δυστυχώς, πολλά ζώα πατιούνται ακόμα από αυτοκίνητα.
cms/verbs-webp/28581084.webp
แขวนลงมา
หิมะแขวนลงมาจากหลังคา
k̄hæwn lng mā
h̄ima k̄hæwn lng mā cāk h̄lạngkhā
κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.