Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Πορτογαλικά (PT)
pintar
Ela pintou suas mãos.
βάφω
Έχει βάψει τα χέρια της.
deixar entrar
Nunca se deve deixar estranhos entrar.
αφήνω μέσα
Δεν πρέπει ποτέ να αφήνεις ξένους μέσα.
liquidar
A mercadoria está sendo liquidada.
πουλάω
Τα εμπορεύματα πουλιούνται.
soar
A voz dela soa fantástica.
ακούγομαι
Η φωνή της ακούγεται φανταστική.
servir
O garçom serve a comida.
σερβίρω
Ο σερβιτόρος σερβίρει το φαγητό.
mudar-se
Meu sobrinho está se mudando.
μετακομίζω
Το ανιψιό μου μετακομίζει.
lavar
Eu não gosto de lavar a louça.
πλένω
Δεν μου αρέσει να πλένω τα πιάτα.
significar
O que este brasão no chão significa?
σημαίνω
Τι σημαίνει αυτό το έμβλημα στο πάτωμα;
aguentar
Ela não aguenta o canto.
αντέχω
Δεν μπορεί να αντέξει το τραγούδι.
suportar
Ela mal consegue suportar a dor!
αντέχω
Δεν μπορεί να αντέξει τον πόνο!
tributar
As empresas são tributadas de várias maneiras.
φορολογώ
Οι εταιρείες φορολογούνται με διάφορους τρόπους.