Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Εσθονικά

asuma
Pärl asub kestas.
βρίσκομαι
Ένα μαργαριτάρι βρίσκεται μέσα στο κοχύλι.

mainima
Ülemus mainis, et ta vallandab ta.
αναφέρω
Ο αφεντικός ανέφερε ότι θα τον απολύσει.

avaldama
Reklaami avaldatakse sageli ajalehtedes.
δημοσιεύω
Συχνά δημοσιεύονται διαφημίσεις στις εφημερίδες.

sisse magama
Nad soovivad lõpuks üheks ööks sisse magada.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

viitama
Õpetaja viitab tahvlil olevale näitele.
αναφέρω
Ο δάσκαλος αναφέρεται στο παράδειγμα στον πίνακα.

sööma
Kanad söövad teri.
τρώω
Οι κότες τρώνε τα σπόρια.

koormama
Kontoritöö koormab teda palju.
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

kirja panema
Peate parooli üles kirjutama!
σημειώνω
Πρέπει να σημειώσετε τον κωδικό πρόσβασης!

meeldima
Lapsele meeldib uus mänguasi.
αρέσω
Στο παιδί αρέσει το νέο παιχνίδι.

lööma
Jalgratturit löödi.
χτυπώ
Ο ποδηλάτης χτυπήθηκε.

toimetama
Ta toimetab pitsasid kodudesse.
παραδίδω
Παραδίδει πίτσες στα σπίτια.
