Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Εσθονικά

pimedaks jääma
Mees märkidega on jäänud pimedaks.
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.

maitsma
Peakokk maitses suppi.
γεύομαι
Ο αρχιμάγειρας γεύεται τη σούπα.

sisse magama
Nad soovivad lõpuks üheks ööks sisse magada.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

muutma
Kliimamuutuste tõttu on palju muutunud.
αλλάζω
Πολλά έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής αλλαγής.

põletama
Sa ei tohiks raha põletada.
καίω
Δεν πρέπει να καίς χρήματα.

õhku tõusma
Lennuk on õhku tõusmas.
απογειώνομαι
Το αεροπλάνο απογειώνεται.

esile tooma
Kui palju kordi pean seda argumenti esile tooma?
φέρνω
Πόσες φορές πρέπει να φέρω εις πέρας αυτό το επιχείρημα;

maksma
Ta maksis krediitkaardiga.
πληρώνω
Πλήρωσε με πιστωτική κάρτα.

minema sõitma
Kui tuli muutus, sõitsid autod minema.
ξεκινώ
Όταν άλλαξε το φως, τα αυτοκίνητα ξεκίνησαν.

välja tõmbama
Umbrohud tuleb välja tõmmata.
αποσύρω
Οι ζιζανίες πρέπει να αποσύρονται.

kirjutama
Ta kirjutab kirja.
γράφω
Γράφει ένα γράμμα.
