Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λιθουανικά

leisti priekin
Nieks nenori leisti jam eiti pirmyn prie prekybos centro kasos.
αφήνω
Κανείς δεν θέλει να τον αφήσει να προχωρήσει μπροστά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.

spręsti
Jis be vilties bando išspręsti problemą.
λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.

deginti
Jis padegė žvakę.
καίω
Κάηκε ένα σπίρτο.

turėti
Žuvis, sūris ir pienas turi daug baltymų.
περιέχω
Το ψάρι, το τυρί και το γάλα περιέχουν πολλές πρωτεΐνες.

turėti po ranka
Vaikai turi po ranka tik kišenpinigius.
έχω στη διάθεση
Τα παιδιά έχουν μόνο το χαρτζιλίκι στη διάθεσή τους.

priimti
Kai kurie žmonės nenori priimti tiesos.
αποδέχομαι
Μερικοί άνθρωποι δεν θέλουν να αποδεχτούν την αλήθεια.

pakaboti
Stalaktitai pakaboti nuo stogo.
κρέμομαι
Τα παγοκρύσταλλα κρέμονται από τη στέγη.

susižadėti
Jie paslapčiai susižadėjo!
αρραβωνιάζομαι
Έχουν αρραβωνιαστεί κρυφά!

susierzinus
Ji susierzina, nes jis visada knarkia.
εκνευρίζομαι
Εκνευρίζεται γιατί πάντα ροχαλίζει.

riboti
Tvoros riboja mūsų laisvę.
περιορίζω
Οι περιφράξεις περιορίζουν την ελευθερία μας.

mokytis
Mano universitete mokosi daug moterų.
μελετώ
Υπάρχουν πολλές γυναίκες που μελετούν στο πανεπιστήμιό μου.
